Στη μέγγενη της πολωνικής κυβέρνησης η Δικαιοσύνη

Στη μέγγενη της πολωνικής κυβέρνησης η Δικαιοσύνη

Το κυβερνών υπερσυντηρητικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) δεν άργησε να κινηθεί κατά της πολωνικής δικαστικής εξουσίας, προκαλώντας την αντίδραση της Κομισιόν, η οποία ζήτησε σήμερα από την κυβέρνησης της Πολωνίας «να διακόψει» τις νέες επίμαχες μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος της χώρας, οι οποίες συνιστούν σαφή απειλή για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Η Επιτροπή «ζητεί επιμόνως από τις πολωνικές αρχές να διακόψουν την εισαγωγή των νέων νόμων και να επαναλάβουν τον διάλογο με τις Βρυξέλλες ανταποκρινόμενες στις σοβαρές ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί για τον σεβασμό του κράτους δικαίου», αναφέρεται στην ανακοίνωση που εκδόθηκε στις Βρυξέλλες.

Πράγματι, μετά την ανάληψη της εξουσίας, η κυβέρνηση περιόρισε στο τέλος του 2015 σημαντικά την ανεξαρτησία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας. Οι πολωνοί κυβερνώντες επέλεξαν αυτή τη φορά την περίοδο των θερινών διακοπών προκειμένου να περιορίσουν επιπρόσθετα τις ελευθερίες της δικαιοσύνης, θέτοντας τη λειτουργία των δικαστηρίων σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχό τους.

Ο πολωνός δικαστής και εκπρόσωπος του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου της Πολωνίας Waldemar Zurek σχολιάζει στην DW ότι «οι νέοι νόμοι παραβιάζουν το Σύνταγμα και ανοίγουν έναν δρόμο που οδηγεί απευθείας στην πολιτικοποίηση των δικαστηρίων».

Την Κυριακή χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας, υψώνοντας τη φωνή τους υπέρ της δημοκρατίας. Πάντως οι διαμαρτυρίες εναντίον της δεν εμπόδισαν την πολωνική κυβέρνηση να περάσει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος τα δύο από τα τρία άκρως αμφιλεγόμενα νομοσχέδια για τη δικαστική μεταρρύθμιση. Τα δύο νομοσχέδια πέρασαν ήδη από Βουλή και Γερουσία και εκκρεμεί απλά η υπογραφή του πολωνού προέδρου για να τεθούν σε εφαρμογή.

Διορισμός δικαστών κατά το δοκούν από την κυβέρνηση

Με το ένα εξ αυτών το μέχρι πρότινος ισχυρό Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (KRS) τίθεται υπό τον έλεγχο της Βουλής. Στο εξής τα μέλη του θα ορίζονται κατά το ήμισυ από τη Βουλή και κατά το άλλο μισό από τους διορισμένους από τη Βουλή δικαστές. Δεδομένου ότι το PiS διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα (Βουλή και Γερουσία), η αντιπολίτευση εκφράζει φόβους για απώλεια της δικαστικής ανεξαρτησίας. Όπως διευκρινίζει ο Waldemar Zurek, «το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο ασκεί ρόλο εποπτείας για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων. (…) Αποτελείται από δικαστές και πολιτικούς. Οι δικαστές εκλέγονται από δικαστικά συμβούλια. Με τη νέα διάταξη η σύνθεσή του θα ορίζεται από τους πολιτικούς. Αυτό αντιβαίνει στο Σύνταγμα (…) Η διάκριση των εξουσιών στην Πολωνία καταργείται πλήρως».

Το δεύτερο νομοσχέδιο επιτρέπει στον υπουργό Δικαιοσύνης να διορίζει αλλά και να παύει μόνος του οποιαδήποτε στιγμή τους προέδρους των δικαστηρίων, οι οποίοι ορίζονταν μέχρι σήμερα από το εκάστοτε δικαστικό συμβούλιο. Με αυτόν τον τρόπο ο αμφιλεγόμενος πολωνός υπουργός Δικαιοσύνης Zbigniew Ziobro θα μπορέσει, όταν ο νόμος τεθεί σε ισχύ, να επανδρώσει τα δικαστικά συμβούλια της χώρας με άτομα της αρεσκείας του.

Ένα τρίτο νομοσχέδιο που βρίσκεται υπό συζήτηση στη Βουλή βάζει στο στόχαστρό του το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Η πρόεδρός του, Malgorzata Gersdorf,, θεωρείται από την αντιπολίτευση ως έσχατο σοβαρό εμπόδιο στην προσπάθεια της κυβέρνησης να θέσει υπό πλήρη έλεγχο τη δικαιοσύνη στην Πολωνία. Με το πρόσχημα της αναδιοργάνωσης και διεύρυνσης του Ανώτατου Δικαστηρίου, η θητεία των επικεφαλής του και άλλων δικαστών που το στελεχώνουν τερματίζεται βάσει του νομοσχεδίου. Οι ίδιοι θα μπορέσουν να συνεχίσουν το έργο τους μόνο εφόσον εγκριθούν από τον υπουργό Δικαιοσύνης και αφού έχει τεθεί σε ισχύ ο σχετικός νόμος.

Ο πολωνός δικαστής Waldemar Zurek τονίζει ότι «πρόκειται για έναν ''κακό'' νόμο. Και αυτός προβλέπει το σύντομο τέλος της θητείας όλων των δικαστών, ανάλογα με το ποιοι εγκρίνονται ή απορρίπτονται από τον υπουργό Δικαιοσύνης. Αν ο πρόεδρος υπογράφει τους νόμους για το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο και το Ανώτατο Δικαστήριο, τότε τον Αύγουστο κανένα από τα δύο όργανα δεν θα είναι πια ανεξάρτητο».

Διακοπή της μεταρρύθμισης ζητεί η Κομισιόν

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την κυβέρνησης της Πολωνίας «να διακόψει» τις νέες επίμαχες μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος της χώρας, οι οποίες συνιστούν σαφή απειλή για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Η Επιτροπή «ζητεί επιμόνως από τις πολωνικές αρχές να διακόψουν την εισαγωγή των νέων νόμων και να επαναλάβουν τον διάλογο με τις Βρυξέλλες ανταποκρινόμενες στις σοβαρές ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί για τον σεβασμό του κράτους δικαίου, αναφέρεται στην ανακοίνωση που εκδόθηκε στις Βρυξέλλες.

«Οι νέες μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος αναβιώνουν τους φόβους για αντιδημοκρατική εκτροπή που καταγγέλλεται με μεγάλες διαδηλώσεις στους δρόμους της Βαρσοβίας».

Σύμφωνα με τους επικεφαλής των περισσότερων ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις θέτουν σε κίνδυνο «την δημοκρατία και το κράτος Δικαίου» και «δεν συνάδουν με τις ευρωπαϊκές συνθήκες και την συμφωνία ένταξης » στην Ευρωπαϊκή Ένωση», προειδοποίησαν την Δευτέρα. «Καλούμε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ενεργήσει τώρα και με σαφήνεια», αναφέρεται σε email που υπογράφεται από τους επικεφαλής των ομάδων των συντηρητικών, των σοσιαλδημοκρατών, των φιλελευθέρων και της ριζοσπαστικής αριστεράς του Ευρωκοινοβουλίου.  

Το νέο επεισόδιο έπεται της μεταρρύθμισης του Συνταγματικού Δικαστηρίου που έχει ήδη κοστίσει στην Βαρσοβία την έναρξη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαδικασίας για την υπεράσπιση του κράτους Δικαίου στην Πολωνία. Η διαδικασία, η οποία ενεργοποιείται για πρώτη φορά, μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων κατά της Βαρσοβίας, όπως η άρση του δικαιώματος ψήφου στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Όμως, παρά τις «ανεπαρκείς» απαντήσεις της Βαρσοβίας, οι Βρυξέλλες δεν έχουν προς το παρόν προσφύγει σε αυτό το μέσον που απαιτεί ομοφωνία μεταξύ των κρατών μελών, με το δεδομένο ότι η Ουγγαρία έχει προειδοποιήσει ότι θα αντιταχθεί.

Μόνος απέναντι σε μία αμετακίνητη Βαρσοβία, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, FransTimmermans έπεισε τα κράτη μέλη της ΕΕ να συζητήσουν για πρώτη φορά μεταξύ τους το θέμα της Πολωνίας στις 16 Μαΐου. Εκείνη η υπουργική συνεδρίαση δεν κατέληξε σε καμία απόφαση...

Με πληροφορίες από Deutsche Welle, ΑΠΕ-ΜΠΕ