Ας μη γελιόμαστε, η πολιτική κατευνασμού της Γερμανίας προς την Τουρκία δεν πρόκειται να αλλάξει. Η μοναδική ρεαλιστική προσδοκία της Ελλάδας από την επόμενη γερμανική κυβέρνηση, είναι αυτή η πολιτική κατευνασμού να συμπεριλάβει και μια πολιτική αρχών, βασισμένη στο κράτος δικαίου. Η προσδοκία της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι η συμμετοχή των Πρασίνων στη νέα γερμανική κυβέρνηση θα αναβαθμίσει τη σημασία ζητημάτων, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου. Η Μέρκελ έκανε προχθές μία νύξη, λέγοντας ότι παλαιότερα δεν υπήρχε τόσο μεγάλο πρόβλημα στην Τουρκία με τα ανθρώπινα δικαιώματα και με το κράτος δικαίου.
Αυτό δείχνει μία τάση στη Γερμανία και θα μπορούσε κάλλιστα η επόμενη γερμανική κυβέρνηση να θέσει ένα πιο αυστηρό ευρωπαϊκό πλαίσιο, απέναντι στην Τουρκία και την πολιτική της. Τώρα αν αυτό το πλαίσιο θα επηρεάσει τη στάση της Άγκυρας απέναντι στην Αθήνα -διότι αυτό πρωτίστως μας ενδιαφέρει- συνδέεται με τον βαθμό αποφασιστικότητας της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Ας είμαστε ρεαλιστές, η Τουρκία ήταν και θα παραμείνει στρατηγικός εταίρος της Γερμανίας με ή χωρίς τον Ερντογάν. Η Γερμανία, πέρα από πρόσωπα, έχει συγκεκριμένα συμφέροντα στην Τουρκία, τα οποία σχετίζονται και με την ισχυρή παρουσία των γερμανικών επιχειρήσεων στην τουρκική αγορά.
Ταυτόχρονα, έχουμε την παραδοσιακή συνεργασία των δύο χωρών στον αμυντικό τομέα, με χαρακτηριστική αυτή για τα υποβρύχια, την παρουσία Τούρκων μεταναστών στη Γερμανία, αρκετοί εκ των οποίων έχουν αρχίσει να ψηφίζουν, αλλά και να εκλέγονται ακόμα και σε ηγεσίες κομμάτων, όπως επίσης το μεταναστευτικό, το οποίο και έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη γερμανική πολιτική από το 2015 και μετά. Τέλος η Γερμανία θεωρεί πολύ σημαντική την Τουρκία σε θέματα ασφάλειας και τρομοκρατίας. Άρα, πέρα από τα πρόσωπα, η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στην Τουρκία δύσκολα θα τροποποιηθεί στον βαθμό που εμείς θα το θέλαμε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπραξε πολύ σωστά που έθεσε ενώπιον της κας Μέρκελ, με πολύ καθαρό και εμφατικό τρόπο, τα φλέγοντα ζητήματα της τουρκικής προκλητικότητας, αλλά και τη στάση της Ευρώπης. Η Ελλάδα θα ήθελε η Γερμανία να ακολουθεί μία πιο ξεκάθαρη πολιτική απέναντι στην Τουρκία, διότι είναι η χώρα που μπορεί να επηρεάσει την πολιτική της Τουρκίας, περισσότερο από κάθε άλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ούτε η Γαλλία μπορεί να το κάνει αυτό, καθώς βρίσκεται σε τροχιά αντιπαράθεσης με το τουρκικό καθεστώς, ούτε και η Ιταλία, λόγω της προσωπικής κόντρας του Ντραγκί με τον Ερντογάν, παρ’ ότι τόσο αυτή, όσο και η Ισπανία, έχουν στηρίξει την Τουρκία. Άρα καλά κάνει η ελληνική πλευρά και επενδύει σε αυτή την προοπτική, χωρίς βέβαια να περιμένουμε κάτι το συνταρακτικό.
Όσο για την ίδια την Άνγκελα Μέρκελ, χρεώνεται την πολιτική κατευνασμού που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια το Βερολίνο απέναντι στην Άγκυρα, με αποκορύφωμα τις Συνόδους Κορυφής της ΕΕ. Δηλαδή τις Συνόδους από το 2019 και μετά, όταν είδαμε για πρώτη φορά πλωτό γεωτρύπανο να παραβιάζει την ΑΟΖ της Κύπρου μέχρι και τη Σύνοδο του 2021, όταν και πάλι η Γερμανία με τους δορυφόρους της, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν μια ήπια ευρωπαϊκή στάση απέναντι στην Τουρκία, η οποία δεν θα επηρέαζε αρνητικά τον Ερντογάν.
Σίγουρα, η υπηρεσιακή πλέον καγκελάριος πιστώνεται την αποφυγή μιας θερμής κρίσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το διάστημα μεταξύ Ιουλίου-Αυγούστου 2020, μέχρι και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Δηλαδή την περίοδο, όπου το Oruc Reis επιχειρούσε να κάνει έρευνες στην επίμαχη περιοχή και η Γερμανία είχε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η γερμανική προεδρία μεσολάβησε για την τριμερή συνάντηση στο Βερολίνο μεταξύ των συμβούλων της ελληνικής, τουρκικής και γερμανικής κυβέρνησης (Σουρανή, Καλίν, Χέκερ), η οποία μετά δεν τηρήθηκε από την πλευρά της Τουρκίας, με παρέμβαση Τσαβούσογλου, ο οποίος ανακάλεσε τον Καλίν στην τάξη, υποστηρίζοντας πως έχει κάνει μια πολύ καλή συμφωνία για την Ελλάδα και μια πολύ κακή για την Τουρκία. Η Γερμανία πιστώνεται την προσπάθεια.
Αλλά τα παραπάνω δεν αναιρούν τη μια και μοναδική αλήθεια, ότι η Τουρκία ήταν και θα συνεχίσει να είναι στρατηγικός εταίρος για τη Γερμανία. Επομένως, η μοναδική, όπως ανέφερα, ρεαλιστική προσδοκία για την Ελλάδα, είναι το ενδεχόμενο η πολιτική κατευνασμού του Βερολίνου προς την Άγκυρα, να εμπλουτιστεί μελλοντικά με στοιχεία που αφορούν στον σεβασμό του κράτους δικαίου.
* O Kωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1.