Του Γιώργου Φιντικάκη
Επισπεύδεται η έρευνα για τις λογιστικές αναμορφώσεις στις οικονομικές καταστάσεις της ΔΕΗ και μάλιστα στο μικροσκόπιο μπαίνουν και οι χρήσεις του 2015 και του 2016, έπειτα από το γενικότερο θόρυβο, τη πίεση από τη ΝΔ, την ερώτηση του βουλευτή του ΚΙΝΑΛ Ι. Μανιάτη, και ενώ η αξιοπιστία της ελληνικής αγοράς, όπως και της ίδιας της επιχείρησης, υποχωρούν καθημερινά.
Άλλωστε δεν μιλάμε για μια οποιαδήποτε εταιρεία, αλλά για τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας, ο οποίος μέσα σε τέσσερα χρόνια, έχει χάσει περίπου 2,5 δισ. ευρώ σε χρηματιστηριακή αξία, με τη μετοχή της να καταρρέει χθες στα 1,27 ευρώ, από τα... 12 ευρώ στα τέλη του 2014.
Σε μια στιγμή που το σκάνδαλο της Foli Follie ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στην αγορά, και οξύνεται η κριτική για αδράνεια προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πηγές της τελευταίας κάνουν τώρα λόγο για σε βάθος ελέγχους στις τροποποιημένες καταστάσεις της ΔΕΗ, διαβεβαιώνοντας μάλιστα ότι το σχετικό πόρισμα θα είναι έτοιμο μέσα στον Οκτώβριο.
Την εικόνα αυτή μετέφερε χθες η ηγεσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και σε κλιμάκιο της ΝΔ, που την επισκέφτηκε με εντολή του Κ.Μητσοτάκη, απαρτιζόμενο από τον αντιπρόεδρο Κ.Χατζηδάκη, και τους τομεάρχες Χρήστο Σταικούρα και Κώστα Σκρέκα, ζητώντας επίσημη ενημέρωση για τα τεκταινόμενα στο χώρο ευθύνης της.
Ειδικά στο κεφάλαιο ΔΕΗ, η ηγεσία της Επιτροπής φέρεται να δεσμεύτηκε απέναντι στα στελέχη της ΝΔ ότι η έρευνα, που όπως η ίδια υποστηρίζει έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό, θα έχει ολοκληρωθεί μέσα στον Οκτώβριο, και ότι εφόσον διαπιστωθεί πως τα "λάθη" στις λογιστικές καταστάσεις της ΔΕΗ συνιστούν παραβάσεις, αυτές θα επιβληθούν με τις προβλεπόμενες ποινές.
Στοιχεία για τα μέχρι τώρα ευρήματα δεν έχουν διαρρεύσει, ωστόσο υπό την πίεση που δέχεται η εποπτική αρχή, μετά και το κάζο της Folli Folli, τα περιθώρια για κάθε είδους παρατράγουδα και καθυστερήσεις λιγοστεύουν, αφού διαφορετικά η αγορά θα τιμωρήσει και πάλι τη μετοχή της ΔΕΗ στο ταμπλό.
Όπως και να έχει, η εικόνα που είχαν σχηματίσει το επενδυτικό κοινό, οι τράπεζες και οι οίκοι αξιολόγησης για τις επιδόσεις της εξαμήνου 2017 της εταιρείας, όταν στις 29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ανακοίνωνε τα αποτελέσματά της, δεν ήταν η πραγματική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αυτό δείχνουν και οι πιέσεις που δέχθηκε χθες η μετοχή στο χρηματιστήριο της Αθήνας για δεύτερη συνεχή ημέρα (-6,67%), ακολουθώντας τις τράπεζες σε μια συνεδρίαση που θύμισε τις χειρότερες ημέρες της κρίσης, απόδειξη ότι η μεγαλύτερη κρατική επιχείρηση της χώρας, μπορεί πολύ εύκολα να γίνει... φτερό στον άνεμο της αβεβαιότητας, μιας υπόθεσης που πλήττει για μια ακόμη φορά την αξιοπιστία της. Εχασε μέσα σε δύο μόλις ημέρες η κεφαλαιοποίηση της, 34 εκατ. ευρώ, και η μετοχή της έκανε χαμηλό 6ετίας, κλείνοντας στα 1,27 ευρώ, πολύ κοντά στο ιστορικό χαμηλό όλων των εποχών, που είναι τα 1,13 ευρώ, της 6ης Ιουνίου του 2012.
Εκ μέρους της ΔΕΗ, η διοίκηση επιχειρεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και επιμένει ότι το επενδυτικό κοινό, οι αναλυτές και οι τράπεζες είχαν ενημερωθεί πλήρως για την αναμόρφωση των οικονομικών της αποτελεσμάτων των παρελθουσών χρήσεων εδώ και εννέα μήνες, καθώς αυτή είχε ανακοινωθεί κατά τη δημοσίευση των οικονομικών καταστάσεων του 2017. Πράγματι στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του 2017 γινόταν αναφορά σε αναμόρφωση των μεγεθών του 2016 και του 2015, όχι όμως και στα αποτελέσματα του α''εξαμήνου του 2017, η οποία είναι ορατή μόνο στις οικονομικές καταστάσεις.
Παρ'' ότι η επιχείρηση υποστηρίζει ότι η σύγκριση στα δημοσιευμένα με τα αναμορφωμένα αποτελέσματα για το πρώτο εξάμηνο 2017 θα έπρεπε να συνυπολογίσει και τα έσοδα από τις λεγόμενες “διακοπτόμενες δραστηριότητες”, δηλαδή τα 198,6 εκατ ευρώ που εισέπραξε από τη πώληση του ΑΔΜΗΕ, και πάλι τα ερωτήματα είναι πολλά. Οπως για παράδειγμα αν συγκρίνει κανείς τα οικονομικά αποτελέσματα από την παρουσίαση προς τους αναλυτές το πρώτο εξάμηνο του 2018 με τα αντίστοιχα του πρώτου εξαμήνου 2017, διαπιστώνει κανείς ότι εμφάνιζε δαπάνες μισθοδοσίας 368,1 εκατ. ευρώ, όταν στην πραγματικότητα θα έπρεπε να έχει εμφανίσει ποσά 406,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή 38 εκατ περισσότερα. Είχε εγγράψει για αγορές υγρών καυσίμων 315,7 εκατ., όταν αυτές αναπροσαρμόστηκαν φέτος στα 322 εκατ. ευρώ, εμφάνιζε δαπάνες για αγορά CO2 60,9 εκατ ευρώ, όταν αυτές αναμορφώθηκαν στα 77,5 εκατ ευρώ, όπως συνέβη και με τις δαπάνες για το ειδικό τέλος λιγνίτη, που από 10,9 εκατ. ευρώ "αυξήθηκαν" στα 16,1 εκατ. ευρώ, κ.ό.κ.