Πρωθυπουργός μόνος ψάχνει

Πρωθυπουργός μόνος ψάχνει

Του Γιάννη Σιδέρη

Οι χθεσινές συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς ήταν μόνο ένα μηντιακό γεγονός «ζωντανών Συνδέσεων», χωρίς κανένα πολιτικό βάρος, εκτός εκείνου που εξέπεμπε η πολιτική μοναξιά του πρωθυπουργού. Ηταν αναμενόμενες οι αποφασιστικές αρνήσεις των πολιτικών αρχηγών να συνδράμουν την μικροπολιτική της κυβέρνησης, την οποία κάλυψε με τον μανδύα ενός ιστορικού γεγονότος - της επίλυσης του Σκοπιανού. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην συναισθάνεται το βάρος των γεγονότων.

Είναι παράδοξη, αν δεν είναι θεατρική λόγω πληγωμένου πολιτικού εγωισμού, η δήλωση του πρωθυπουργού, ότι δεσμεύεται πως το επόμενο διάστημα θα επιδιώξει «μια αμοιβαία αποδεκτή λύση». Η αμοιβαιότητα όμως περνάει από το φίλτρο του λαού, καλώς ή κακώς. Παράλληλα είπε ότι θεωρεί ευθύνη του να κλείσει όσο τον δυνατόν περισσότερα μέτωπα, ακόμη και με την Αλβανία καθώς «έχει ανοίξει ο δρόμος για την πλήρη ομαλοποίηση και αναβάθμιση των σχέσεών μας». Είθε να γίνει, αλλά θεωρούμε ότι ο κ. Τσίπρας απλώς επαναλαμβάνει τον εαυτό του της εποχής που θα έσκιζε τα μνημόνια. Εχει ανάγκη κάτι μεγάλο να υπόσχεται πάντα.

Οι προηγούμενοι που πέρασαν είχαν ισχυρότερα διπλωματικά επιτελεία με ευρύτερη μόρφωση, θεσμική γνώση των εθνικών θεμάτων και παρόλα αυτά δεν τα κατάφεραν. Όχι γιατί ήταν ανίκανοι αλλά γιατί προσέκρουσαν στις ιστορικές αγκυλώσεις και τις εθνικές επιδιώξεις της γείτονος, οι οποίες υποδαυλίζονταν και από γεωπολιτικές επιδιώξεις ετέρων δυνάμεων ( π.χ. Τουρκίας). Η μόνη περίπτωση να επιλυθούν ταχύρυθμα είναι μόνο με γενναίες υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς. Θα το αντέξει;

Πάντως δεν άντεξε το συλλαλητήριο. Το Μαξίμου κατελήφθη εξ απήνης από το πλήθος και το πάθος. Δεν συνυπολόγισαν το λαϊκό αίσθημα. Από κουλτούρα θεωρούσαν το Σκοπιανό ως μη πρόβλημα, με αποτέλεσμα να τρομάξουν από το πολιτικό κόστος που συνάγεται. Γι αυτό και φόρεσε συναινετικό προφίλ καλώντας τους πολιτικούς αρχηγούς για δήθεν χάραξη κοινής γραμμής. Στη ουσία για να επιμερίσει κάπως το κόστος.

Προς ώρας, παρά τις μεγαλοστομίες πως η επίλυση είναι σήμερα «μοναδική εθνική επιλογή», δεν ξέρει τι θα κάνει με το πρόβλημα. Το άνοιξε πρόσκαιρα, χωρίς να περιμένει να εκδηλωθεί η πρωτοβουλία του απεσταλμένου του ΟΗΕ, η οποία θα εκδηλωνόταν ούτως ή άλλως. Το άνοιξε ευπροσήγορος προς ΗΠΑ και Γερμανία, συντονιζόμενος με τις επιθυμίες τους. Το άνοιξε άτσαλα θεωρώντας ότι θα καρπωθεί μία περίλαμπρη διπλωματική και πολιτική νίκη. Το άνοιξε κουτοπόνηρα για να υποθάλψει διχαστικές συνθήκες στην αξιωματική αντιπολίτευση.

Κυρίως το άνοιξε αστόχαστα και το προώθησε γρήγορα, πριν η διπλωματική διαδικασία εντοπίσει τα σημεία που θα μπορούσε να υπάρξει μόνιμος κοινός βηματισμός. Ο κ. Τσίπρας δεν μαθαίνει. Νομίζει ότι ο προσωπικός βολονταρισμός του θα κυριαρχήσει επί εθνικών ευαισθησιών (και μυθολογιών) και επί παγιωμένων δύσκαμπτων αντιτιθέμενων διακρατικών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση ο πρωθυπουργός έμεινε μόνος. Κάποια στιγμή ίσως μείνει και χωρίς την συναίνεση του συγκυβερνήτη του, γιατί όπως ιοβόλα είπε ο Δημήτρης Κουτσούμπας όταν ρωτήθηκε για τον κ. Καμμένο, «το τι θα κάνει φαντάζομαι δεν το ξέρει ούτε ο πρωθυπουργός».

Το συλλαλητήριο

Για την ξαφνική, ορμητική και οξεία αντίδραση του λαού, ενασχολούμενοι με τα κοινά, την ερμήνευσαν ως αντίδραση στην κυβέρνηση και στα δεινά του μνημονίου, και της απέδωσαν αντισυστημικά χαρακτηριστικά, προσομοιάζοντάς τα με εκείνα των πλατειών των αγανακτισμένων.

Δεν έχουμε κοινωνιολογικές μετρήσεις ώστε να γνωρίζουμε, ούτε τόσο ευαίσθητες κεραίες που να ανιχνεύουν τις μύχιες αιτίες της λαϊκής αντίδρασης. Ισως να είναι έτσι, ή ίσως να το βλέπουν έτσι. Υπάρχουν όμως δύο παράμετροι: Η πλειοψηφία του συλλαλητηρίου ήταν ήσυχοι νοικοκυραίοι που δεν θα τους απέδιδες χαρακτηριστικά αντισυστημικότητας. Επίσης το 92 όπου έγινε εκείνη η πρωτοφανής έκρηξη και «μέθεξη» δεν είχαμε μνημόνια στα οποία αντέδρασε ο λαός..

Βασικό επιχείρημά τους είναι ότι το 2008 ενόψει Συνόδου του Βουκουρεστίου, ο κόσμος αποδέχτηκε την σύνθετη ονομασία και δεν ξεσηκώθηκε. Υπάρχει μια απάντηση που μπορεί να συνυπολογιστεί, χωρίς να διεκδικούμε το αλάθητο: Το 2008 ο κόσμος ήξερε πως θα τεθεί βέτο εάν δεν ικανοποιηθούν τα ελληνικά αιτήματα. Εβλεπε δηλαδή «μη λύση», οπότε δεν ένιωσε την ανάγκη να ξεσηκωθεί.

Τώρα δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι πάμε για λύση, και η λύση αυτή θα ήταν εις βάρος αυτών που θεωρεί απαράβατα. Με την παρουσία του προσπάθησε να τα αποτρέψει.