Θέση στο ζήτημα που έχει ανακύψει με τις πληροφορίες περί επαναπροώθησης Τούρκων που ζήτησαν πολιτικό άσυλο στη χώρα μας παίρνουν με κοινή τους δήλωση οι πρώην πρόεδροι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Παξινός και Γιάννης Αδαμόπουλος, υπογραμμίζοντας πως, «δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης επί αιτημάτων χορήγησης ασύλου ή μη έκδοσης αναιρέθηκαν εν τοις πράγμασι από πολιτική απόφαση, και μάλιστα υπό συνθήκες μυστικής διπλωματίας και σκοτεινών συνεννοήσεων».
Οι δύο έγκριτοι νομικοί τονίζουν στην κοινή τους δήλωση ότι: «Όταν η Δικαιοσύνη αποφασίζει βάσει ανατεθειμένης σε αυτήν αρμοδιότητας, η ανατροπή των αποφάσεών της από την εκτελεστική εξουσία είναι συνταγματική εκτροπή» και επισημαίνουν πως το κράτος δικαίου, «δεν μπορεί να εξομοιώνει τις πρακτικές του με αυτές που μετέρχονται εκείνοι που επιχειρούν να το καταλύσουν.».
Ολόκληρο το κείμενο της κοινής τους δήλωσης:
«Δυστυχώς τα ανθρώπινα δικαιώματα από κεκτημένο έχουν καταντήσει το ζητούμενο της σημερινής εποχής. Αφορμές υπάρχουν πολλές. Οι προβαλλόμενες αιτίες και δικαιολογίες είναι ακόμη περισσότερες.
Η έκρηξη νέου κύματος ισλαμικής τρομοκρατίας, υπό το πρίσμα και της εύθραυστης γεωπολιτικής ισορροπίας στη Μέση Ανατολή, επαναφέρει με τρόπο επιτακτικό την προβληματική της στάσης του δυτικού νομικού πολιτισμού μπροστά στα φαινόμενα ακραίας μαζικής βίας.
Η κοινωνία και, ειδικότερα, ο νομικός κόσμος της χώρας δεν πρέπει να υποκύψουν στον «πειρασμό» της λαϊκίστικης θέσης ότι η περιστολή ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών εγγυάται περισσότερη ασφάλεια.
Το Κράτος Δικαίου δεν μπορεί να εξομοιώνει τις πρακτικές του με αυτές που μετέρχονται εκείνοι που επιχειρούν να το καταλύσουν. Θα ήταν σαν να είχαν ήδη πετύχει τον στόχο τους.
Κεντρική αξιολογική αρχή της Δημοκρατίας, γεννήματος και θεμελίου του δυτικού πολιτισμού, είναι η έλλειψη μνησικακίας ακόμη και προς αυτούς που την επιβουλεύονται. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει την επανεξέταση του θεσμικού πλαισίου, όπου αυτού είναι απαραίτητο, και την επίταση ελεγκτικών και επιχειρησιακών μηχανισμών.
Ο κανόνας όμως είναι σαφής: καμία ενέργεια καμίας Αρχής εκτός νόμου. Πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, διδάσκουν ότι δεν χρειάζεται οι Αρχές ούτε να αλλάξουν ούτε, ασφαλώς, να παραβιάσουν τον νόμο. Αρκεί να τον εφαρμόσουν άτεγκτα και απαρέγκλιτα.
Η ανάγκη θεσμικής ομαλότητας εκδηλώνεται, ωστόσο, και στο επίπεδο της διάκρισης των λειτουργιών. Στο πλαίσιο αυτό, ελπίζουμε ότι η εγχώρια φημολογία των ημερών είναι ανυπόστατη.
Δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης επί αιτημάτων χορήγησης ασύλου ή μη έκδοσης αναιρέθηκαν εν τοις πράγμασι από πολιτική απόφαση, και μάλιστα υπό συνθήκες μυστικής διπλωματίας και σκοτεινών συνεννοήσεων.
Η νομική έννοια της πολιτικής ή της «κυβερνητικής» πράξης εκτείνεται μόνο στην ύλη εκείνη που δεν έχει καταλειφθεί στη δικαστική εξουσία και ρητά εξαιρείται από τον δικαστικό έλεγχο.
Όταν όμως η Δικαιοσύνη αποφασίζει βάσει ανατεθειμένης σε αυτήν αρμοδιότητας, η ανατροπή των αποφάσεών της από την εκτελεστική εξουσία είναι συνταγματική εκτροπή.
Και δεν μπορούμε βέβαια να παραγνωρίζουμε και το ακριβές αντικείμενο μιας τέτοιας δικαστικής κρίσης, που δεν ανάγεται ασφαλώς στην ουσία των κατηγοριών, αλλά στην κρίση για το κατά πόσον μια αλλοδαπή έννομη τάξη -στην οποίαν επαπειλείται η επαναφορά της θανατικής ποινής- πληροί το επίπεδο ουσιαστικών και διαδικαστικών εγγυήσεων της ΕΣΔΑ και για το αν οι κατηγορούμενοι θα τύχουν εκεί μιας δίκαιης δίκης.
Η αναγωγή στην ιερότητα του αρχαιοελληνικού θεσμού της «ικεσίας» και του προσώπου του «ικέτη» παρέχει ίσως την πιο εύγλωττη φιλοσοφική βάση θεμελίωσης κεκτημένων του σύγχρονου νομικού πολιτισμού μας.
Το συμπέρασμα είναι ότι μόνη οδός για να εμπεδωθεί το αίσθημα της ασφάλειας είναι να προασπιστούν οι θεσμοί που την υπηρετούν.
Αυτό όμως αποκλείει την επιλεκτική τους επίκληση και την κατά το δοκούν ελαστική ερμηνεία τους.
Η έννομη τάξη δεν μπορεί να έχει εργαλειακή χρήση με κριτήριο την επικαιρότητα ή την πολιτική στόχευση. Η νομική κοινότητα της χώρας οφείλει να αποτρέψει τέτοιες πρακτικές εν τη γενέσει τους».