Το έργο του Μετρό Θεσσαλονίκης μπορεί να συνεχιστεί σε σχέση με τον σταθμό Βενιζέλου, καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε όλες τις προσφυγές πολιτών, φορέων και συλλόγων που είχαν κατατεθεί υπέρ της μη απόσπασης των αρχαιοτήτων. Οι περιλήψεις των αποφάσεων δημοσιεύθηκαν σήμερα στην ιστοσελίδα του ΣτΕ και πλέον οι εργασίες παίρνουν το «πράσινο φως».
Η Ολομέλεια του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου εξέτασε και απέρριψε τα βασικά επιχειρήματα που έθεσαν οι προσφεύγοντες: ότι η γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου ήταν μεροληπτική, ότι παραβιάζονται το άρθρο 24 του Συντάγματος, διατάξεις διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας και ο αρχαιολογικός νόμος, ότι η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού είναι παράνομη καθώς δεν αιτιολογείται επαρκώς και ότι παραβιάζεται η αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Η προστασία των αρχαιοτήτων
Σύμφωνα με την περίληψη της απόφασης, που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας, «η γνωμοδότηση του ΚΑΣ και η προσβαλλόμενη απόφαση του ΥΠΠΟ έλαβαν υπόψη προεχόντως την προστασία των αρχαιοτήτων και ειδικότερα την ανάγκη για την υλική προστασία του μνημείου που αποκαλύφθηκε στον σταθμό Βενιζέλου και έθεσαν τους αναγκαίους όρους για την προσωρινή μετακίνηση και τη διαφύλαξη, κατά το δυνατόν, της ακεραιότητας και αυθεντικότητας του μνημείου με την επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων και τη μόνιμη διατήρησή τους στη θέση στην οποία αποκαλύφθηκαν, σε συνδυασμό με την ανάγκη για την ολοκλήρωση έργου μείζονος σημασίας, υπό τη μόνη εφικτή και ασφαλή λύση κατά τα στοιχεία του φακέλου και την αιτιολογημένη περί τούτου κρίση του ΚΑΣ.
Το ΣτΕ δέχθηκε πως με την προσωρινή απόσπαση «των αποκαλυφθεισών στον χώρο του σταθμού αρχαιοτήτων, πριν από την έναρξη των εργασιών κατασκευής του σταθμού και την, μετά το πέρας των εργασιών, επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων κατά ποσοστό 92%, συνεπώς τη διατήρησή τους στο περιβάλλον όπου βρέθηκαν» είναι σωστή η αιτιολογία ότι «με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται ο μέγιστος δυνατός συνδυασμός της προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων με την ανάγκη έγκαιρης και ασφαλούς ολοκλήρωσης του προαναφερόμενου έργου υποδομής, χωρίς διακινδύνευση της ασφάλειας εργαζομένων και αρχαιοτήτων, καθώς και της επιβάρυνσης των εθνικών πόρων»
Οι αιτήσεις εξαίρεσης
Σε σχέση με την κατηγορία πως μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου που είχε διατελέσει σύμβουλος της Αττικό Μετρό έπρεπε να εξαιρεθεί από τη συνεδρίαση γιατί θα ήταν μεροληπτικός, το Συμβούλιο έκρινε: «δεν συνιστά ιδιάζουσα σχέση και ιδιαίτερο δεσμό του με αυτήν (.σ την Αττικό Μετρό) ούτε μπορεί να εγείρει υπόνοιες ως προς το αμερόληπτο της κρίσης του κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως μέλους του ΚΑΣ, ώστε να συντρέχει κώλυμα συμμετοχής του στη συνεδρίαση του οργάνου αυτού και συνεπώς, δεν παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας.
Οσο για την αίτηση εξαίρεσης άλλου μέλους του συμβουλίου, με αιτιολογικό ότι ο αδερφός του θα πραγματοποιήσει τη μεταφορά των αρχαιοτήτων, απορρίπτεται και αυτή. Συγκεκριμένα, «απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο προβληθείς λόγος περί παραβίασης των αρχών της αμεροληψίας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.»
Το ΣτΕ δέχεται πως ανεξαρτήτως του ότι από τα πρακτικά της συνεδρίασης του ΚΑΣ δεν προκύπτει αν τα ανωτέρω δύο μέλη, για τα οποία υποβλήθηκε αίτημα εξαίρεσης, ψήφισαν επί του σχετικού αιτήματος περί εξαιρέσεώς τους, «πάντως, εφόσον δεν συνέτρεχε βάσιμος λόγος εξαιρέσεως τους κατά τα προαναφερθέντα, το ΚΑΣ με οποιαδήποτε σύνθεση και αν είχε επιληφθεί του ζητήματος της συμμετοχής στη σύνθεση ως άνω μελών του, θα έπρεπε να κρίνει ότι οι λόγοι εξαιρέσεως είναι απορριπτέοι. Υπό τα δεδομένα αυτά το ΚΑΣ έπρεπε να θεωρήσει ως νόμιμη τη συμμετοχή των ανωτέρω μελών του, όπως και τελικώς έπραξε, και ενόψει τούτου οι λόγοι ακυρώσεως περί κακής σύνθεσης του ΚΑΣ λόγω της συμμετοχής των δυο μελών κατά την εξέταση του αιτήματος εξαίρεσής τους, απορρίφθηκαν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι.»
Επί των ανωτέρω ζητημάτων, μειοψήφησαν ένδεκα (11) μέλη του Δικαστηρίου.
Σύνταγμα και συμβάσεις
Σε σχέση με την ερμηνεία των άρθρων 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος και διατάξεων της Σύμβασης της Γρανάδας, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (Σύμβαση Βαλέττας 1992), της διεθνούς σύμβασης για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής κληρονομιάς, του προγενέστερου αρχαιολογικού νόμου (κωδικ. ν. 5351/1932) καθώς και του νυν ισχύοντος νόμου για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν. 3028/2002), έχει κριθεί παγίως από το Δικαστήριο ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλων τεχνικών έργων, τα οποία είναι απαραίτητα για την εθνική άμυνα της Χώρας ή έχουν μείζονα σημασία για την εθνική οικονομία και ικανοποιούν ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, είναι δυνατό να επιτρέπονται επεμβάσεις σε μνημείο ή μνημειακό σύνολο.
Αυτές επιτρέπονται «στο μέτρο που καθίστανται απολύτως αναγκαίες για τους παραπάνω σκοπούς, ύστερα από στάθμιση της αξίας του μνημείου ως στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς, της σοβαρότητας του επιδιωκόμενου σκοπού και της αναγκαιότητας να εκτελεστεί το έργο, εφόσον διαπιστωθεί, με βάση εμπεριστατωμένη έρευνα, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, με την οποία θα ήταν δυνατό να αποτραπεί η βλάβη του μνημείου.
Στην όλως δε εξαιρετική αυτή περίπτωση επιτρέπεται, όπως έχει κριθεί, και η οριστική μεταφορά μνημείου, ήτοι η μετακίνηση και διατήρησή του σε άλλο τόπο από εκείνον στον οποίο βρέθηκε, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την προστασία του μνημείου ή για την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Συνεπώς, επιτρέπεται, πολλώ μάλλον, η προσωρινή απόσπαση, η επανατοποθέτηση και η διατήρηση στο διηνεκές του μνημείου στη θέση στην οποία βρέθηκε, εφόσον, σύμφωνα με την αιτιολογημένη κρίση των αρμόδιων κατά τον νόμο οργάνων (ΚΑΣ και Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού), η προσωρινή μετακίνηση του μνημείου, με τους κανόνες και τις τεχνικές της αρχαιολογικής επιστήμης που διαφυλάσσουν κατά την κρίση των αυτών οργάνων τη μέγιστη αυθεντικότητα και ακεραιότητά του, υπαγορεύεται από την ανάγκη να διασφαλιστεί πλήρως η προστασία του μνημείου και να αποτραπεί κίνδυνος ανθρώπινης ζωής κατά την εκτέλεση ή τη λειτουργία μεγάλου και σημαντικού τεχνικού έργου».
Το ΣτΕ εισάγει ακόμα μια ερμηνεία έννοιας, λέγοντας πως εφόσον το μνημείο έχει τόσο μεγάλη σημασία, είναι υποχρέωση των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού «να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου κατά την εκτέλεση του τεχνικού έργου να αποτραπεί πιθανός κίνδυνος για την ακεραιότητα του μνημείου και επιπλέον να σταθμίσουν και άλλους παράγοντες αναγομένους, επίσης, στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με την, αποτελούσα πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων.» Σε αυτή την απόφαση μειοψήφησαν 12, με 13 να ψηφίζουν υπέρ.
Το ΚΑΣ εξέτασε τα στοχεία πλήρως
Η πλειοψηφία έκρινε πως το ΚΑΣ «εξέτασε ενδελεχώς και πλήρως τα στοιχεία που συνόδευαν το αίτημα της Αττικό Μετρό (τεύχος τεκμηρίωσης, συνημμένα σε αυτό έγγραφα, παραρτήματα κ.λπ.) καθώς και τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ενδιαφερόμενοι ως προς τη διαδικασία που είχε προηγηθεί, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται ή όχι εφαρμόσιμη και ασφαλής λύση για την διατήρηση των αρχαιοτήτων κατά χώραν και συγχρόνως για την κατασκευή του σταθμού.
Το ΚΑΣ δεν αρκέστηκε στα αναγραφόμενα στο τεύχος τεκμηρίωσης και στα λοιπά στοιχεία που είχε προσκομίσει η ΑΜ, αλλά ζήτησε να διευκρινιστούν πλήρως και ειδικώς από τα τεχνικά στελέχη της ΑΜ, οι λόγοι για τους οποίους από τις αρχές του 2017 και εντεύθεν δεν υλοποιήθηκε ή δεν έγινε έναρξη των εργασιών για την κατασκευή του σταθμού όπως είχε προβλεφθεί με την ΥΑ 2017, καθώς και αν τυχόν η αναθεώρηση και εκ νέου υποβολή της μελέτης ΟΜ2 θα μπορούσε να επιλύσει με ασφαλή τρόπο σε σύντομο χρόνο τα κατασκευαστικά ζητήματα που είχαν αναδειχθεί όλα τα προηγούμενα έτη (2013-2019). Για το ίδιο δε θέμα άκουσε και τις απόψεις συλλόγων, φορέων και πολιτών, ορισμένοι εκ των οποίων υποστήριξαν τη δυνατότητα συνέχισης της κατασκευής με τη λύση του 2017, ενώ όλοι οι φορείς της πόλης που παρέστησαν (Δήμος Θεσσαλονίκης, Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ΤΕΕ-ΤΚΜ κ.ά.), υποστήριξαν, αντιθέτως, ότι η μόνη λύση για την κατασκευή του σταθμού και τη λειτουργία του μετρό είναι η λύση της προσωρινής απόσπασης και επανατοποθέτησης.
Προς τούτο, το ΚΑΣ, πέραν των όσων εκτίθενται στο τεύχος τεκμηρίωσης της ΑΜ, διερεύνησε ειδικώς, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, την δυνατότητα ασφαλούς κατασκευής του σταθμού με βάση την ΥΑ 2017, ο δε Διευθυντής Έργων του Μετρό Θεσσαλονίκης [συντονιστής της ομάδας εργασίας που είχε υποβάλει την πρόταση Β το έτος 2017 για την κατά χώραν διατήρηση] βεβαίωσε ότι αν και προσπάθησαν από το 2017 έως τα μέσα του 2019, δεν προέκυψε τελικά εφικτή κατασκευαστικά λύση με κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων.
Τις εκτιμήσεις και δηλώσεις αυτές του Διευθυντή Έργων του Μετρό Θεσσαλονίκης για τη δυνατότητα υλοποίησης της πρότασης επιβεβαίωσαν και όλα τα τεχνικά στελέχη της ΑΜ που έχουν τις τεχνικές επιστημονικές γνώσεις και παρέστησαν στη συνεδρίαση, αλλά και τα επιστημονικά στελέχη της ΑΜ και του τεχνικού της συμβούλου.»
«Περαιτέρω το ΚΑΣ κατόπιν διαλογικής συζήτησης μεταξύ των μελών του εκτίμησε το γεγονός ότι η λύση με κατά χώραν διατήρηση (2015/2017) δεν είχε στηριχθεί σε μελέτες, αλλά σε απλές προτάσεις με ανυπόγραφα σχέδια, ότι οι εν συνεχεία εκπονηθείσες μελέτες ΟΜ1 και ΟΜ2 για την κατασκευή του σταθμού δεν οδήγησαν σε εφικτή και ασφαλή από κατασκευαστική άποψη λύση, ότι η άποψη περί δυνατότητας εφαρμογής της μεθόδου “pipe jacking”, όπως στο μετρό της Αθήνας (σταθμό Μοναστηράκι), απαντήθηκε πλήρως, καθόσον στον σταθμό Μοναστηράκι υπήρχε επαρκής εργοταξιακός χώρος και δεν υφίσταντο οι τεχνικοί περιορισμοί που υπάρχουν στον σταθμό Βενιζέλου, ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος καθιζήσεων και καταστροφή των αρχαιοτήτων με την εφαρμογή της λύσης 2017 και ότι ομοίως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τους εργαζομένους και τους επιβάτες από τον τρόπο κατασκευής του σταθμού με την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων και την παράλληλη λειτουργία των συρμών.»
Ελλείψει δε ασφαλούς εναλλακτικής λύσης για την προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων αλλά και των λοιπών προστατευτέων εννόμων αγαθών, «η προσβαλλόμενη απόφαση επέτρεψε την προσωρινή απόσπαση των αρχαιοτήτων για την κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου, σταθμίζοντας νομίμως την υποχρέωση προστασίας του μνημείου με την ανάγκη για την κατασκευή έργου υποδομής μείζονος σημασίας και την προστασία της υγείας εργαζομένων και επιβατών. Συνεπώς, από τα προαναφερθέντα στοιχεία προκύπτει ότι η γνωμοδότηση του ΚΑΣ, κατ’ ακολουθίαν και η προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβαν υπόψη προεχόντως την προστασία των αρχαιοτήτων και ειδικότερα την ανάγκη για την υλική προστασία του μνημείου που αποκαλύφθηκε στον σταθμό Βενιζέλου και έθεσαν τους αναγκαίους όρους για την προσωρινή μετακίνηση και τη διαφύλαξη, κατά το δυνατόν, της ακεραιότητας και αυθεντικότητας του μνημείου με την επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων και τη μόνιμη διατήρησή τους στη θέση στην οποία αποκαλύφθηκαν, σε συνδυασμό με την ανάγκη για την ολοκλήρωση έργου μείζονος σημασίας, υπό τη μόνη εφικτή και ασφαλή λύση κατά τα στοιχεία του φακέλου και την αιτιολογημένη περί τούτου κρίση του ΚΑΣ.»
Υπό τα δεδομένα αυτά, θεωρήθηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων, οι οποίες επιτρέπουν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση, την προσωρινή απόσπαση και την επανατοποθέτηση (με ρητό όρο της προσβαλλόμενης) του μνημείου στη θέση στην οποία βρέθηκε. Και τούτο, διότι η προσωρινή μετακίνηση του μνημείου κρίθηκε επιβεβλημένη, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και η προστασία του μνημείου και να αποτραπεί κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία κατά την εκτέλεση ή τη λειτουργία σημαντικού τεχνικού έργου, τα ανωτέρω δε ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για μνημείο ιδιαίτερης αρχαιολογικής αξίας καθώς και για έργο κοινής ωφέλειας (αστικός σιδηρόδρομος) που χρησιμοποιείται καθημερινά από χιλιάδες επιβάτες.