Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το πολιτικό αλισβερίσι των τελευταίων εβδομάδων με φόντο τον νέο «νόμο Κατσέλη» και την επιτάχυνση των πρωτοβουλιών για τη μεταφορά των «κόκκινων» δανείων από τους τραπεζικούς ισολογισμούς, αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για μικροπολιτικές σκοπιμότητες ενόψει των επερχόμενων εκλογών και λιγότερο για την κατάσταση των τραπεζών. Βέβαια, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν λέει κάτι νέο για την οικονομική στρατηγική του πρωθυπουργού, αφού η ίδια νοοτροπία κρατάει πίσω ολόκληρη την οικονομία.
Αυτός είναι ο βασικός κίνδυνος. Να υπάρξει ολιγωρία λόγω προεκλογικής περιόδου και να μην εφαρμοστούν οι σωστές λύσεις στην κατάλληλη χρονική στιγμή. Το παράδειγμα της Eurobank είναι ενδεικτικό, καθώς το σχέδιο του Πρεμ Γουάτσα για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στο 15% το 2019 αντί για το 2021, φέρνει την τράπεζα ένα βήμα μπροστά από τις εξελίξεις, όμως για να υλοποιηθεί χρειάζεται μία σειρά εγκρίσεων.
Το θέμα των τραπεζών παρουσιάζει δύο πολύ σημαντικές πτυχές οι οποίες δεν θα πρέπει για κανένα λόγο να αγνοηθούν. Η πρώτη είναι ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος αφού οι αγορές πιέζουν ασφυκτικά έτσι ώστε να υλοποιηθεί ένα εμπροσθοβαρές σχέδιο μείωσης των NPEs, κάτι που φάνηκε στο ταμπλό του χρηματιστηρίου. Στην ουσία, δηλαδή, ακυρώνονται τα σχέδια του SSM που προέβλεπαν τη σταδιακή μείωση των NPEs, σε πρώτη φάση στο 15% έως το 2021 και αργότερα χαμηλότερα από το 10%.
Ενώ οι τράπεζες αναμένεται να καταλήξουν σε νέο προγραμματισμό, υποβάλλοντας αναθεωρημένους στόχους στον SSM εντός Μαρτίου, το βασικό πλάνο είναι να εφαρμοστούν ακόμη και μέσα στο 2019 τα δύο σχέδια που έχουν παρουσιαστεί από ΥΠΟΙΚ και ΤτΕ και προβλέπουν μία λύση κεντρικής διαχείρισης τύπου bad bank. Το μεγάλο ερώτημα που στοιχειώνει τον τραπεζικό κλάδο όλα αυτά τα χρόνια είναι ποιος θα βάλει το χέρι στην τσέπη.
Μία πρώτη απάντηση είναι ότι ευχαρίστως θα το έβαζαν οι επενδυτές – υφιστάμενοι και νέοι μέτοχοι – αλλά μόνο αν η Ελλάδα εμφάνιζε μεγάλες και ξεκάθαρες προοπτικές ισχυρής ανάπτυξης, καθώς μόνο σε αυτή την περίπτωση θα αυξάνονταν σημαντικά οι πιθανότητες να πάρουν πίσω τα χρήματά τους.
Στην περίπτωση που υλοποιηθεί το σχέδιο του ΤΧΣ και του ΥΠΟΙΚ, είναι δεδομένο ότι θα χρειαστούν κρατικές εγγυήσεις, χρήματα δηλαδή που θα βρεθούν στο κεφαλαιακό «μαξιλάρι» της κυβέρνησης, ύψους 26 δισ. ευρώ. Επομένως, οι φορολογούμενοι κινδυνεύουν να κληθούν για μία ακόμη φορά να... πληρώσουν το μάρμαρο, όπως επανέλαβε χθες ο κ. Γιάννης Δραγασάκης. Θα μπορούσαν να το αποφύγουν αν οι ελληνικοί τίτλοι είχαν αξιολόγηση στην κατηγορία «επενδυτική βαθμίδα», όμως τότε όλα θα ήταν διαφορετικά.
Η δεύτερη πτυχή σχετίζεται με την ευρωστία των τραπεζών, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της οικονομίας, αφού αποτελούν το βασικό κανάλι διοχέτευσης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία για την υλοποίηση επενδυτικών πλάνων. Εκτός και αν θέλουμε να επιβεβαιωθεί το ΔΝΤ, που προέβλεπε παλαιότερα ότι θα σερνόμαστε για χρόνια με χαμηλή «ανάπτυξη χωρίς τράπεζες».
Αν και στην αρχή φάνηκε να μπαίνει σε δεύτερο πλάνο, το σύνθετο σχέδιο που κατέθεσε η Τράπεζα της Ελλάδος δείχνει σήμερα να κερδίζει έδαφος ακριβώς γιατί είναι εμπροσθοβαρές και δεν έχει άμεσες κεφαλαιακές επιπτώσεις. Στα σενάρια που «τρέχει» η ΤτΕ οι τράπεζες καταλήγουν να έχουν ισχυρότερη κεφαλαιακή επάρκεια σε σύγκριση με την κατάσταση που θα βρεθούν αν υλοποιήσουν κατά γράμμα τους υφιστάμενους στόχους μείωσης των NPEs που έχουν συμφωνήσει με τον SSM. Με άλλα λόγια, εφαρμόζοντας το σχέδιο της ΤτΕ – και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι οι συνθήκες δεν θα επιδεινωθούν αισθητά – οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν να «ξεφορτωθούν» τα «κόκκινα» δάνεια και ταυτόχρονα θα διαθέτουν διψήφιους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Το σχέδιο που προωθεί ο Γιάννης Στουρνάρας προβλέπει τη μεταφορά των καταγγελμένων δανείων έως 40 δισ. ευρώ σε ένα όχημα ειδικού σκοπού (SPV) με τον αναβαλλόμενο φόρο να λειτουργεί ως «εγγύηση» για τη διαφορά μεταξύ της τιμής μεταβίβασης και της εύλογης αξίας, ενώ η εν λόγω πρόταση απαιτεί νομοθετική ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο. Το SPV θα εκδώσει τίτλους τριών τάξεων (senior, mezzanine, junior) και ουσιαστικά όλα θα κριθούν από τις συνθήκες στις αγορές, την πορεία της οικονομίας και την διαχείριση των NPEs. Επομένως, οι πιθανότητες μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς νέα ανακεφαλαιοποίηση είναι μεγαλύτερες, αλλά όχι εξασφαλισμένες.
Σημειώνεται ότι το ΔΝΤ πιέζει εδώ και χρόνια για την αντικατάσταση μεγάλου μέρους των τραπεζικών κεφαλαίων που αντιστοιχούν στον αναβαλλόμενο φόρο με πιο «ποιοτικά» κεφάλαια μέσω ανακεφαλαιοποίησης, την οποία... παραδοσιακά τοποθετούσε στα 10 δισ. ευρώ. Τον περασμένο Αύγουστο, το Ταμείο κάλεσε τις ελληνικές τράπεζες να εξετάσουν το ενδεχόμενο άντλησης κεφαλαίων σε βραχυπρόθεσμο προς μεσοπρόθεσμο ορίζοντα παρά τα ικανοποιητικά stress tests. Σήμερα, φέρεται να τάσσεται υπέρ των σχεδίων ταχύτερης μείωσης όμως και πάλι θέτει αυστηρούς όρους για τις τιμές μεταβίβασης.