«Ποτέ πια εμείς»
Λογοτεχνία

«Ποτέ πια εμείς»

«Χρήστο σε λένε πάλι»: Ποίηση – Κατοικία για τον φίλο που αναχωρεί

Διονύσης Μαρίνος «Ποτέ πια εμείς», εκδ. Μελάνι

Ως «Ποίημα με 28 εικόνες» αναφέρεται στην ποιητική του συλλογή ο ποιητής Διονύσης Μαρίνος, την έγραφε εντελώς εν θερμώ και είναι αφιερωμένη «Στη μνήμη του αγαπημένου μου Χρήστου Αγγελάκου»’ και λέμε ποιητής διότι αυτό είναι πρωτίστως ο Διονύσης, και στα πεζά του ακόμα και στα κριτικά του ή δημοσιογραφικά κείμενα.

Με μότο Γιάννη Βαρβέρη υπέροχο, από τη συλλογή του «Βαθέως γήρατος» στο οποίο το αγαπημένο κι απωλεσθέν πρόσωπο δεν θα φτάσει ποτέ, αναγνωρίζει εξ αρχής:

«Και βέβαια σε τίποτα/ δεν χρησιμεύει η ποίηση//Εκτός αν κάποιος που διαβάζει τώρα/ τρέξει μετανοιωμένος και την ξαναφέρει/ σπίτι».

Κι αυτό κάνει ο Διονύσης Μαρίνος. Καταφεύγει στην Ποίηση, «την ξαναφέρνει σπίτι» για να «τον ξαναφέρει σπίτι», και στη δική του ζωή για να μπορέσει να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο φίλο που έφυγε. Να κατανοήσει την απώλεια, αλλά πάνω απ’ όλα να την αντέξει, να αντέξει τον θάνατο κι αυτό το «ποτέ πια εμείς».

Μήπως η ποίηση, άλλωστε, δεν είναι η μοναδική υπόσχεση μιας κάποιας επιστροφής;

«Χρήστο σε λένε πάλι

ή τάχα μια ελπίδα επιστροφής

-σαν εφεδρεία θανής-

Σε Λάζαρο σε έχει μετατρέψει».

Υπενθυμίζουμε ότι για χρόνια ο Διονύσης Μαρίνος και ο Χρήστος Αγγελάκος δίδασκαν από κοινού δημιουργική γραφή κι είχαν επιμεληθεί βιβλία με έργα των μαθητών τους. Ακόμα το ότι ο Χρήστος Αγγελάκος είναι αγαπημένος συγγραφέας και ποιητής, «Η τελευταία εικόνα», «Τα φώτα απέναντι», «Το δάσος των παιδιών», «Οι δυο μας τώρα», «Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας» και οι «Ψεύτικοι δίδυμοι» φέρουν την υπογραφή του, είναι ένας από τους σημαντικούς Έλληνες συγγραφείς.

Γι’ αυτό κι ο ποιητής, αδυνατώντας να αντέξει να κατανοήσει την απώλεια, κάνει σαφές εξαρχής ότι αυτό που έχασε είναι κομμάτι του, αποτελεί ζωή: «όχι που λείπεις,/ μα που μου έκρυψες ζωή».

Εξάλλου τίποτα δεν είναι ή δεν θα είναι το ίδιο μετά την απώλεια, έτσι δεν συμβαίνει στην όντως ζωή; Γι’ αυτό κι έτσι αρχίζει να τον αποχαιρετά, είναι κι ο τρόπος του για να τον κρατήσει, ανακαλώντας στη μνήμη του κοινά καθημερινά: καπνισμένα τσιγάρα, δωμάτια ξενοδοχείων, κυριακάτικα τραπέζια, ακόμα κι εκείνον εκεί τον βήχα στο νοσοκομείο, όπως και να το κάνεις ήταν ακόμα ζωή. Και κάνοντας προσκλητήριο οικείων νεκρών (Άρης Κυριαζής, Μιλτιάδης Παπαγεωργίου, Βασίλης Καλογείτονας, Πέτρος Γεωργίου, Φρόσω Αγαπητού…) είναι σα να του στρώνει την παρέα απέναντι, ελπίζοντας αφού γίνεται ποίηση ότι «αυτό το απέναντι» μπορεί και να υπάρχει.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλα έγιναν ξαφνικά «αλλιώς»: «δεν είμαστε ίδιοι/ όχι δεν είμαστε αυτοί που ξέραμε/ γερνούν προσώρας τα βιβλία που κρατήσαμε/ τα μάτια των λέξεων τόσο κλειστά για μας». Κι αναγνωρίζοντας ότι δεν ερμηνεύεται η απώλεια, ασυναίσθητα καταφεύγει στα γνωστά, θυμάται, για να τον κρατήσει:

«από το τίποτα/ σε ξαναφτιάχνω/ χέρια ώμοι μαλλιά/ το βάδισμά σου/ ένα τοπίο θάλασσας / το κάθε δόντι/ σπίτι που κατοίκησα / πώς η κοιλιά/ ανοιγόκλεινε μαδώντας / απολαύσεις/ κι ύστερα / μάτια στόμα λαιμός/ καταλλαγή του κάθε πόνου// μέσα στο τίποτα /που σβήνει/ κι όλα κλειστά/ ανάσες μπρούμυτα φερμένες / κι όλα αργά/ σε τάξη σώματος να μπουν// ο αέρας που σε μάζεψε/ ο ίδιος σε σκορπάει».

Και στις επόμενες εικόνες όλα θα γίνουν ακόμα πιο ακατανόητα, υπαρξιακά καθαρά, αμφισβητώντας ακόμα κι εκείνα που υπήρξαν ως αληθινά «τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;/ τι τάχα να προσμένουμε;»

Στον μεγάλο πόνο, όπως και στον μεγάλο κίνδυνο, ο Χρόνος καταλύεται, έτσι κι εδώ: «να με πάρεις τηλέφωνο/ κι ας μη μιλάμε/ να είναι χθες/ που θα σε περίμενα// να είναι αύριο που ήτανε να ‘ρθεις».

Αυτό που απέμεινε, ένα άλλο τοπίο, μια ζωή άλλη: «όπου δεν είσαι/ ιδρώνει ο τόπος/ τα δέντρα διώχνουν ρίζες / φαράγγι πέφτει η νύχτα/ όλο αίματα».

Το «Ποτέ πια εμείς», εξάλλου, είναι ένα μεγάλο ποίημα που βγήκε σαν την τελευταία ανάσα, για να κρατήσει εκείνον που υπήρξε, μια ελεγεία θανάτου, καθαρά αποχαιρετισμός, και στον πόνο είναι σίγουρο πως δεν χωρά η ερμηνεία, η ελπίδα μόνο, έστω κι αστήριχτη, έστω κι αβάσιμη: «θα πω ήταν θέλημα θεού/ κι ας μην πιστεύω// κι ίσως με τον καιρό/ ίσως με τη βροχή/ σε τούτο το ποτέ/ να βρούμε ένα μέλλον/ που επιστρέφει».

Κι ολόγυρα, μια ζωή όνειρο σε όνειρο που συνεχίζεται: «ποτέ πια εμείς/ τώρα κάποιοι άλλοι/ που μας μοιάζουν».

Τώρα εκείνοι θα κατοικούν στους στίχους, εκεί θα ξαναβρίσκουν το αληθινό τους πρόσωπο και τις μαγικές καθημερινές ρουτίνες τους, μπορεί και ο Διονύσης, εξάλλου, να το έγραψε ακριβώς γι’ αυτό. Το αποτέλεσμα, υποσυνείδητα έστω, Ποίηση – Κατοικία για τον φίλο που αναχωρεί.

Υπενθυμίζουμε ότι ο Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία του δανειστικού τμήματος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και επί τρία χρόνια ήταν μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (μεταφρασμένη λογοτεχνία). Έργα του: «Χαμένα κορμιά», Τετράγωνο, 2011, «Τελευταία πόλη», Γαβριηλίδης, 2012, 2014) «Ουρανός κάτω», Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, 2014, «Αναμνέζα», Γαβριηλίδης,2014, «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ», Μελάνι, 2017, «Ποτέ πια εμείς», Μελάνι.