Καθώς οι έρευνες για την ανάπτυξη φαρμάκων και εμβολίων κατά του νέου πανδημικού ιού εξελίσσονται, οι επιδημιολόγοι μελετούν τώρα τα απαιτούμενα ποσοστά «ανοσίας αγέλης» ειδικά για τον νέο κορονοϊό, λαμβάνοντας υπόψιν το ρυθμό μεταδοτικότητάς του και τις μεταβολές που προκύπτουν ανάλογα με τις συνθήκες που την ενισχύουν ή την αποδυναμώνουν.
Η αρχική εκτίμηση για ποσοστό ανοσίας στο 60-70% του γενικού πληθυσμού, φαίνεται πολύ υψηλή σε νεώτερο μαθηματικό μοντέλο που ανέπτυξαν μαθηματικοί από τα πανεπιστήμια της Στοκχόλμης και του Νότινγκαμ.
Τη διαφορά κάνουν οι διαφορετικές ηλικίες και συμπεριφορές του πληθυσμού που σύμφωνα με το νέο μοντέλο, το επικρατέστερο απαιτούμενο ποσοστό ανοσίας κατεβαίνει στο 43% του γενικού πληθυσμού.
Σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό Science, σημειώνει πως δεν πρόκειται για μέτρηση ακριβείας, όμως λαμβάνει υπόψιν την επίδραση των διαφορετικών παραμέτρων, με στόχο τον έλεγχο των πολιτικών που εφαρμόζονται μέχρι να βρεθεί το απαραίτητο εμβόλιο που θα εξασφαλίσει στον πληθυσμό ανοσία, χωρίς να νοσήσει.
Γιατί με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, τα ποσοστά συλλογικής ανοσίας είναι πολύ χαμηλά για να μπορούμε να μιλάμε για προστασία από "ανοσία της αγέλης".
Μάλιστα ο αρχισυντάκτης του Science, Χόλντεν Θορπ, σημείωσε πως "Ακόμα κι αν η πιο αισιόδοξη πρόβλεψη του μοντέλου κάνει λόγο για ανοσία αγέλης 43%, καμία από τις μελέτες που γνωρίζουμε δεν υποδηλώνει ότι οποιαδήποτε χώρα βρίσκεται κοντά στην επίτευξη ασυλίας αγέλης. Η συνέχιση των μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων σε όλο τον κόσμο εξακολουθεί να έχει μεγάλη σημασία" .
Οι ερευνητές από τα Πανεπιστήμια Στοκχόλμης και Νόττινχαμ, επεσήμαναν ότι είναι προτιμότερη η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, αντί της άμεσης και πλήρους άρσης τους, ώστε να αποφευχθεί ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας, ακριβώς επειδή δεν έχει επιτευχθεί συλλογική ανοσία.
Με την ανάπτυξη του συγκεκριμένου μοντέλου που υπολογίζει ηλικία και δραστηριότητες, οι ερευνητές κατέληξαν ότι χρειάζονται κι άλλες πολυπαραγοντικές μελέτες που θα λαμβάνουν υπόψιν τους επιπλέον διαφοροποιήσεις που επηρεάζουν τη μεταδοτικότητα, πέραν της ηλικίας, των συνηθειών του πληθυσμού, αλλά και της πιθανής αποτελεσματικότητας του αναμενόμενου εμβολίου.
Ο Tom Britton από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και οι συνεργάτες του, υπέθεσαν ότι ένα μολυσμένο άτομο μεταδίδει τον ιό σε 2,5 άλλα άτομα κατά μέσο όρο (o δείκτης Ro υπολογίζεται στο 2,5).
Στη συνέχεια, χώρισαν τον πληθυσμό κατά ηλικίες σε έξι ομάδες από 0 - 60 ετών και πάνω, ενώ σε ότι αφορά τις δραστηριότητες, όρισαν το 50% του πληθυσμού σε μέση δραστηριότητα, ένα 25% σε χαμηλή δραστηριότητα υπολογιζόμενη στο μισό της μέσης δραστηριότητας και ένα 25% σε υψηλή δραστηριότητα, υπολογιζόμενη στο διπλάσιο της μέσης.
Λαμβάνοντας υπόψιν μόνο την ηλικιακή δομή, το αναγκαίο ποσοστό συλλογικής ανοσίας για την προστασία από την "ανοσία αγέλης" ξεκινά από 46% για δείκτη μεταδοτικότητας Ro ίσο με 2, αυξάνεται σε 55,8% για δείκτη μεταδοτικότητας Ro στο 2,5 και ανεβαίνει στο 62,5% για Ro στο 3.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα τρία διαφορετικά επίπεδα δραστηριότητας του πληθυσμού, το ελάχιστο αναγκαίο ποσοστό ανοσίας πέφτει στο 37,7%, στο 46,3% και στο 52,5% για τους τρεις πιθανούς δείκτες μεταδοτικότητας.
Συνδυαστικά ο συνυπολογισμός των ηλικιακών ομάδων και των διαφορετικών επιπέδων δραστηριότητας, οδηγεί στην ανάγκη
- ανοσίας του 34,5% του πληθυσμού για δείκτη μεταδοτικότητας της τάξης του 2,
- ανοσίας του 43% του πληθυσμού για δείκτη μεταδοτικότητας στο 2,5 και
- ανοσίας του 49,1% του πληθυσμού εάν ο δείκτης μεταδοτικότητας αυξηθεί στο 3.
Στη μελέτη τους, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αν το εμβόλιο καλύπτει πλήρως τον πληθυσμό και παρέχει ανοσία 100% τότε ο δείκτης Ro θα πέσει κάτω από 1, οπότε δεν είναι δυνατόν να προκληθεί νέα επιδημία. Αν όμως το ποσοστό κάλυψης από το εμβόλιο είναι χαμηλότερο της πλήρους κάλυψης, τότε τα ποσοστά του πληθυσμού που χρειάζεται να εμβολιαστούν θα είναι αναλογικά μεγαλύτερα για να εξασφαλιστεί η ανοσία αγέλης.