Το αρχειοθετημένο πόρισμα από την έρευνα σχετικά με το ηχητικό ντοκουμέντο που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας και αφορά στους ισχυρισμούς του Ανδρέα Βγενόπουλου ότι εκβιάστηκε από φερόμενη ως εκπρόσωπο της τότε προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου, που διενήργησε η αντεισαγγελέας Άννα Ζαΐρη, δημοσιοποίησε η Iefimerida.gr, κάνοντας λόγο για «συνοπτικές διαδικασίες», «επιφανειακή έρευνα» και «μη εμπεριστατωμένο» που γεννά αναπάντητα ερωτήματα.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι καταγγελίες του Ανδρέα Βγενόπουλου (ο οποίος δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή) ερευνήθηκαν και αρχειοθετήθηκαν ταχύτατα από την αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Άννα Ζαΐρη, περίπου έναν χρόνο αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου 2017.
Το πόρισμα, έκτασης 5,5 σελίδων, «αντί να ρίξει φως στα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης, αυξάνει τα ερωτήματα τόσο σχετικά με τα γεγονότα όσο και με τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν στην υπόθεση. Κυρίως, αναδεικνύει τον ρόλο της Ζαΐρη, η οποία στη συνέχεια τοποθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, όπου προήδρευε η Θάνου, επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, με οριακή πλειοψηφία έξι ψήφων υπέρ και πέντε κατά», σημειώνεται.
Όπως τονίζεται «το πόρισμα της Ζαΐρη δεν είναι απλώς συνοπτικό. Είναι επιφανειακό και καθόλου εμπεριστατωμένο. Δεν περιέχει σαφή έκθεση των θέσεων της Θάνου, ούτε των μαρτύρων που εξετάστηκαν. Η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αρκείται στον σχολιασμό της μηνυτήριας αναφοράς του Βγενόπουλου, και το κρισιμότερο, δεν διέταξε τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, όπως, για παράδειγμα, η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των εμπλεκόμενων προσώπων».
Να σημειωθεί ότι στην μηνυτήρια αναφορά του, ο Βγενόπουλος ανέφερε ότι «η Δ.Μ. του έδειξε στο κινητό της τηλέφωνο κλήσεις και μηνύματα από τη Θάνου και τον υιό της, αλλά εκείνος προτίμησε να μην τα διαβάσει».
Το πόρισμα μεταξύ άλλων αναφέρει ότι για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας «προς την πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου μέσω της κοινής γνωστής τους Δ.Μ.», που «αρνείται η καταγγελλόμενη, ενώ η Δ.Μ αρνείται ομοίως, ότι μετέφερε το παράνομο αίτημα» και από τις «καταθέσεις των δικαστικών λειτουργών που χειρίσθηκαν την υπόθεση τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και στο κατ΄ έφεσιν δικάσαν, επιβεβαιώνεται ότι έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια παρέμβασης στο έργο τους».
«Η εν λόγω μοναδική συνάντηση», αναφέρει το πόρισμα Ζαΐρη, «συνομολογείται από την εγκαλουμένη δικαστική λειτουργό, η οποία μάλιστα δηλώνει, ότι πράγματι ζήτησε από τους δίωξης της διαφθοράς την επίσπευση της υπόθεσης του μηνυτή, από εύλογο ενδιαφέρον, προκειμένου να παύσει η δυσφήμιση της δικαιοσύνης από τη χρονοτριβή υποθέσεων, που έχουν έντονο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον και είχαν λάβει τεράστια δημοσιότητα», χαρακτηρίζοντας εύλογη την εξήγηση της Β. Θάνου.