Εν μέσω κορονοϊού, όσοι έχουν επιδιώξει να αγοράσουν σπίτι, θα έχουν, ενδεχομένως διαπιστώσει ότι η προσφορά είναι περιορισμένη και αφορά κατά βάση- ιδίως στις περιπτώσεις μικρών ακινήτων έως 80 τ.μ. - κακής ποιότητας ιδιοκτησίες.
Όταν, την περασμένη άνοιξη, ξέσπασε η πανδημία και το Airbnb κατέρρευσε, βγήκε στην αγορά σημαντικός αριθμός ακινήτων που ήταν επιπλωμένα και ανακαινισμένα, αλλά διατίθεντο σε υψηλές τιμές.
Αυτού του είδους η προσφορά δεν είχε, τότε, συναντήσει ιδιαίτερα σημαντική ζήτηση με αποτέλεσμα τα περισσότερα από τα εν λόγω ακίνητα να αποσυρθούν από την αγορά.
Ακολούθησαν τα κυβερνητικά μέτρα τόνωσης ιδιωτών και επιχειρήσεων και δημιουργήθηκε -και καλώς- ευρύτερα η εντύπωση ότι η πανδημική κρίση θα τεθεί σύντομα υπό έλεγχο και άρα η πώληση ενός ακινήτου όσο η «καταιγίδα» του κορονοϊού είναι σε εξέλιξη, θα ήταν, μάλλον, κακή επιλογή.
Ως αποτέλεσμα τα «πωλητήρια» ιδίως για κατοικίες μέχρι 100.000 ευρώ βγαίνουν με το σταγονόμετρο, καθώς όσοι ιδιοκτήτες-πωλητές έχουν κάποια αποθέματα ρευστότητας, προτιμούν να περιμένουν, ωσότου να γυρίσει η αγορά.
Ωστόσο, όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς ακινήτων, η πρακτική αυτή δεν πρόκειται να αποδώσει τα αναμενόμενα οφέλη για μια σειρά από λόγους.
Αύξηση της προσφοράς
Ο πιο προφανής από αυτούς είναι ότι όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία και η κανονικότητα αρχίζει να επιστρέφει, ανάλογα θα αυξηθεί και η προσφορά η οποία εκτιμάται ότι δεν θα είναι ανάλογη της ζήτησης.
Μπορεί δηλαδή, στην Ελλάδα τα ακίνητα να διατίθενται σε χαμηλές τιμές, σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρώπης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι ξένες επενδύσεις θα επιστρέψουν μαζικά στην κτηματαγορά. Και αυτό δεδομένου ότι βάσει του καλού σεναρίου υπολογίζεται ότι θα απαιτηθούν τουλάχιστον ακόμη έξι μήνες μέχρι να ειπωθεί, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως, με σχετική βεβαιότητα ότι ο πόλεμος με τον κορονοϊό έχει κερδηθεί.
Αν λάβουμε υπόψη ότι οι παράγοντες του τουρισμού εκτιμούν φέτος ότι οι αφίξεις θα αντιστοιχούν στο 50% αυτών του 2019, που ήταν έτος ρεκόρ, γίνεται αντιληπτό ότι η αγορά έχει ως πυξίδα περισσότερο μετριοπαθή σενάρια.
Επίσης, στο πόσο γρήγορα θα κερδίσει το χαμένο έδαφος η αγορά ακινήτων παίζει ρόλο το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα των νοικοκυριών. Τα κυβερνητικά μέτρα έχουν βοηθήσει ώστε ορισμένες από τις απώλειες που έχουν προκληθεί λόγω του lockdown να απορροφηθούν. Ωστόσο, η στήριξη αυτή, όπως εξηγούν οι αναλυτές, εάν δεν αποκατασταθεί πλήρως η ομαλότητα και δεν δημιουργηθεί καθαρός ορίζοντας, δεν πρόκειται να τροφοδοτήσει αποφάσεις αγοράς ακινήτου.
Τα τραπεζικά πωλητήρια
Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν όχι μόνο οι πωλήσεις ακινήτων μέσω των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, αλλά και οι δημοπρασίες που πραγματοποιούν οι τράπεζες. Υπολογίζεται ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες διαθέτουν χαρτοφυλάκια επαγγελματικών και οικιστικών ακινήτων, συνολικής αξίας άνω των 3 δισ. ευρώ, τα οποία διαθέτουν, ήδη, προς πώληση και για το σκοπό αυτό έχουν δημιουργήσει ειδικές, φιλικές προς το χρήστη, πλατφόρμες.
Τα δυνητικά αυτά πωλητήρια αυξάνονται δραματικά, εάν ληφθούν υπόψη τα ακίνητα που πρόκειται να βγάλουν στην αγορά εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, οι οποίες έχουν συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο αριθμό ιδιοκτησιών.
Σε ό,τι όμως αφορά τα τραπεζικά πωλητήρια, αυτό που είναι σημαντικό να τονιστεί είναι ότι οι τράπεζες προσφέρουν ευκαιρίες χρηματοδότησης προς τους υποψήφιους αγοραστές ακινήτων που ανήκουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Ενδεικτικά, η χρηματοδοτική διευκόλυνση ενδέχεται να περιλαμβάνει το 70% της τιμής αγοράς ή και το 80% της τιμής πρώτης εκτίμησης.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η στάση αναμονής, μέχρι να περάσει το κύμα της πανδημίας, ίσως να μην είναι, τελικά επωφελής, επειδή η προσφορά (λόγω των πωλητηρίων ιδιωτών και μεσιτών, των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των τραπεζικών δημοπρασιών) εκτιμάται ότι θα είναι πολύ υψηλότερη της όποιας ζήτησης στην μετά κορονοϊό εποχή.