Όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται επί ποδός τους τελευταίους μήνες προσπαθώντας να περιορίσουν το τσουνάμι των αυξήσεων στα ενεργειακά προϊόντα. Η ΕΕ από την πλευρά της, χαράζει νέες πολιτικές για την αποδέσμευση από το ρωσικό αέριο και τα άλλα ορυκτά καύσιμα. Το πόσο θα αποδώσουν όλα τα παραπάνω, μένει να αποδειχθεί στην πράξη τους επόμενους μήνες και χρόνια. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς οι πολίτες. Παραμένουμε παθητικοί παρατηρητές προσμένοντας και άλλες επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρικού, αερίου και καυσίμων για τα αυτοκίνητά μας ή συμπεριφερόμαστε ως υπεύθυνοι πολίτες κάνοντας ότι περνάει από το χέρι μας για να σταθούμε όλοι όρθιοι;
Το ερώτημα αυτό προκαλεί συνήθως χαμόγελα συγκατάβασης από εκείνους που θεωρούν ότι τα ενεργειακά θέματα είναι απλώς θέματα «υψηλής πολιτικής» και θα έπρεπε να αφορούν μόνο τους «αρμόδιους» πολιτικούς και φορείς. Τι αξίζει η υπεύθυνη ενεργειακά συμπεριφορά λίγων πολιτών μπροστά στον ενεργειακό Αρμαγεδδώνα που βιώνουμε; Ας δούμε κάποια παραδείγματα και πιθανώς να αλλάξουν γνώμη ορισμένοι.
Ξεχωρίζουμε ανάμεσα σε βραχυπρόθεσμες δράσεις μηδενικού κόστους (που αφορούν κυρίως αλλαγή συμπεριφοράς εκ μέρους μας) και σε μεσοπρόθεσμες που αφορούν κάποιες καταναλωτικές επιλογές μας.
Το σπίτι καθενός διαθέτει πλέον πληθώρα ηλεκτρικών συσκευών, πολλές από τις οποίες παραμένουν σε κατάσταση αναμονής ακόμη κι αν δεν τις χρησιμοποιούμε. Παρόλο που η Κοινοτική νομοθεσία έχει επιτύχει να μειώσει αυτή την «παρασιτική» κατανάλωση, ο μεγάλος αριθμός ηλεκτρικών συσκευών έχει ως αποτέλεσμα να σπαταλιέται συνολικά πολλή ενέργεια. Εκτιμήσεις από άλλες ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο, οι συσκευές σε κατάσταση αναμονής ευθύνονται για 10% έως 20% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας σε ένα σπίτι. Για ένα μέσο νοικοκυριό αυτό σημαίνει περίπου 330-660 κιλοβατώρες ετησίως ή αλλιώς 65-130 ευρώ κάθε χρόνο. Πεταμένα λεφτά! Η λύση; Βγάζουμε από την πρίζα όσες συσκευές μπορούμε όταν δεν τις χρησιμοποιούμε. Και δεν ξεχνάμε να κάνουμε το ίδιο και με τον φορτιστή του κινητού. Το να τον αφήνουμε διαρκώς στην πρίζα μας κοστίζει μόλις ένα ευρώ το χρόνο, αλλά σκεφτείτε πόσοι φορτιστές υπάρχουν.
Πάμε τώρα στις μετακινήσεις. Πέραν του αυτονόητου να χρησιμοποιούμε μέσα συλλογικής μεταφοράς εφόσον βολεύει και μπορούμε, ας αναλογιστούμε ότι μειώνοντας την ταχύτητα οδήγησης κατά 10-15 χιλιόμετρα ανά ώρα (ειδικά σε αυτοκινητοδρόμους), μπορούμε να εξοικονομήσουμε 7%-14% του καυσίμου. Χονδρικά, με τις σημερινές τιμές, μπορούμε να εξοικονομήσουμε 100-200 ευρώ ετησίως. Και κρατώντας τα ελαστικά στη σωστή πίεση μπορούμε να μειώσουμε την κατανάλωση άλλο ένα 3% με όφελος 40 ευρώ ετησίως. Το γρήγορο ανέβασμα και η σωστή επιλογή σχέσης στο σασμάν του αυτοκινήτου μας παίζουν καθοριστικό ρόλο στην οικονομία καυσίμου. Για αυτό και πρέπει να κινούμαστε με την υψηλότερη δυνατή σχέση σε περίπτωση που έχουμε χειροκίνητο κιβώτιο, και σε περίπτωση που έχουμε αυτόματο κιβώτιο να επιλέξουμε το οικονομικό προφίλ λειτουργίας.
Σε ό,τι αφορά στα μεσοπρόθεσμα μέτρα και ειδικότερα τη θέρμανση, η τάση, αλλά και η ευρωπαϊκή στρατηγική, είναι ο σταδιακός εξηλεκτρισμός της και η αποφυγή καυστήρων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ένα σενάριο προς αυτή την κατεύθυνση είναι η εγκατάσταση αντλίας θερμότητας που τροφοδοτείται από ένα μικρό φωτοβολταϊκό. Πέραν του ότι προστατεύουμε το περιβάλλον και μειώνουμε τις εισαγωγές ρυπογόνων καυσίμων, για κάθε ευρώ που επενδύουμε σε αυτή την κατεύθυνση, παίρνουμε πίσω τρία ευρώ σε βάθος 25ετίας, όσο διαρκεί και η σύμβαση ενεργειακού συμψηφισμού που υπογράφουμε με τον πάροχό μας με βάση την ισχύουσα νομοθεσία.
Πριν λοιπόν υψώσουμε το δάχτυλο προς τους πολιτικούς απαιτώντας γενναία και δραστικά μέτρα, ας γίνουμε οι ίδιοι η αλλαγή που θέλουμε να δούμε, για να μνημονεύσουμε τον Γκάντι, ο οποίος ξαναέγινε τραγικά επίκαιρος αυτές τις γκρίζες μέρες της εισβολής και της θηριωδίας στην Ουκρανία.
Ο Στέλιος Ψωμάς είναι σύμβουλος σε θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος