«Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι και θα είναι βασικός στρατηγικός εταίρος της Ελλάδας. Η συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας αποτυπώνει ακριβώς αυτή τη σχέση, η οποία τα τελευταία χρόνια αναβαθμίζεται συνεχώς». Αυτό υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο».
Παράλληλα, επεσήμανε ότι «σε λίγες μέρες ο υπουργός Εξωτερικών θα μεταβεί στην Ουάσιγκτον για να υπογράψει την αναθεωρημένη συμφωνία, ενώ παράλληλα θα λάβει χώρα και ο στρατηγικός διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών».
Για τις τοποθεσίες, εξήγησε ο κ. Παναγιωτόπουλος ότι «επιλέγουμε από κοινού με την αμερικανική πλευρά να επενδύσουμε ακόμα περισσότερο στις ήδη υπάρχουσες τέσσερις, στις οποίες αναπτύσσονται πολύ σημαντικές συνεργασίες σε επίπεδο αμυντικής συνέργειες Ελλάδας-ΗΠΑ».
«Εκτιμώ», συνέχισε ο υπουργός Άμυνας, «ότι σ' αυτή τη φάση η εμβάθυνση της συνεργασίας είναι πιο σημαντική από τη διερεύνηση σε άλλες τοποθεσίες. Αυτή η θέση εκφράζει και τις δύο πλευρές προφανώς».
Επιπροσθέτως, ο κ. Παναγιωτόπουλος αναφερόμενος στο ενδεχόμενο αγοράς τριών κορβετών από τη Γαλλία, ο Ν. Παναγιωτόπουλος τόνισε ότι «πρόκειται για μία διαδικασία σύνθετη και χρονοβόρα» καθώς προϋποθέτει «μήνες εντατικών διαβουλεύσεων και διαπραγματεύσεων, μεταξύ διαφορετικών παραγόντων (στρατιωτικών και οικονομικών επιτελείων, εταιρειών, κυβερνήσεων) στο πλαίσιο κάλυψης των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων και του οικονομικού σχεδιασμού, βάσει των δημοσιονομικών δυνατοτήτων».
Επιπλέον, σχετικά με την προμήθεια των φρεγατών Belharra, ο υπουργός ανέφερε ότι αποτελούν «μία επιλογή ιδανική για τις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού και ιδιαίτερα ελκυστική ως προς το τελικό τίμημα και το χρονοδιάγραμμα παράδοσης των πλοίων».
«Καταλήξαμε», συμπλήρωσε ο κ. Παναγιωτόπουλος, «στην επιλογή που κρίθηκε καταλληλότερη για τις ανάγκες μας από τους ειδικούς του Πολεμικού Ναυτικού.
Ξεκαθάρισε μάλιστα, ότι «δεν κάνουμε ανταγωνισμό εξοπλισμών με την Τουρκία, αλλά αγώνα δρόμου για να καλύψουμε κενά πολλών ετών στην ανανέωση και αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων, προκειμένου να ενισχύεται η συνολική αποτρεπτική ισχύς των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας».
«Οι δαπάνες», είπε ο υπουργός Άμυνας, «για τα εξοπλιστικά γίνονται σύμφωνα με τη νέα δομή δυνάμεων 2020-2025, σύμφωνα με το Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Αμυντικών Εξοπλισμών τρέχουσας περιόδου και το συνολικό δημοσιονομικό σχεδιασμό της κυβέρνησης για τα επόμενα χρόνια».
Παράλληλα, ο ίδιος υπογράμμισε ότι «έχουμε υποβάλλει συνολικό κοστολογημένο και προτεραιοποιημένο σχέδιο στον πρωθυπουργό. Έχουμε λάβει την έγκρισή του και βάσει αυτού κινούμαστε, σε συνεργασία με το οικονομικό επιτελείο του υπουργείου Οικονομικών».
«Ο εκνευρισμός της Τουρκίας δεν μας αφορά»,ανέφερε ο κ. Παναγιωτόπουλος και συνέχισε: «Καθήκον μας και αποστολή μας είναι η θωράκιση της χώρας έναντι κάθε απειλής, σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον με ανησυχητικές τάσεις αστάθειας. Αυτή τη θωράκιση την επιδιώκουμε και σε ένα βαθμό την επιτυγχάνουμε μέσω, αφενός της αμυντικής διπλωματικής προσπάθειας που ενισχύει και αναβαθμίζει συμμαχίες με φίλες χώρες, και αφετέρου μέσω ενός οργανωμένου σχεδίου ενίσχυσης της συνολικής αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων που υλοποιείται ταχύτατα και αποτελεσματικά εδώ και δύο χρόνια».
«Όσο για πιθανές εντάσεις με την Τουρκία στο μέλλον, επιμένω στην άποψη ότι με τέτοια προοπτική δεν είναι προς το συμφέρον κανενός» πρόσθεσε.
Σχετικά με την πιθανότητα αποστολής ελληνικής στρατιωτικής δύναμης στην υποσαχάρια Αφρική (Σαχέλ), ο Ν. Παναγιωτόπουλος τόνισε ότι «η περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής και η κατάσταση εκεί αποτελεί δυνητική απειλή αστάθειας για ζωτικά γεωπολιτικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω γειτνίασης με την βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο».
«Οι εκκολαπτόμενες εστίες αστάθειας με ομάδες τρομοκρατικών οργανώσεων και τζιχαντιστών που αναλαμβάνουν δράση στην περιοχή, δεν έχει σχέση με κάποιο αποικιοκρατικό παρελθόν, αλλά με ένα ζοφερό μέλλον αστάθειας και απειλών ασφαλείας», συμπλήρωσε ο υπουργός Άμυνας.
«Η Γαλλία», ανέφερε ο κ. Παναγιωτόπουλος, «ηγείται της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας στήριξης κυβερνήσεων των χωρών της περιοχής απέναντι σε αυτή την απειλή, αναπόφευκτα και με στρατιωτικά μέσα. Συμμετέχουν ήδη 9 ευρωπαϊκές χώρες με μέσα και προσωπικό, ενώ έχουν δηλώσει πρόθεση συμμετοχής άλλες 13, ανάμεσα τους και η Ελλάδα».
«Στο πλαίσιο της συμμαχικής σχέσης με τη Γαλλία», τόνισε, «εκτιμούμε ότι και η Ελλάδα πρέπει να συνεισφέρει στηρίζοντας τη φίλη Γαλλία, αλλά και την προσπάθεια επίτευξης της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην πράξη και όχι στα λόγια».
Τέλος, για το εθνικό τυφέκιο, ο υπουργός Άμυνας επισήμανε ότι «αυτή τη στιγμή αξιολογούνται από τους επιτελείς του Γενικού Επιτελείου Στρατού οι προτάσεις οκτώ εταιρειών του εξωτερικού. Η ελληνική πλευρά αξιώνει ως δεσμευτική προϋπόθεση τη συμπαραγωγή του τυφεκίου στην Ελλάδα, με μεταφορά τεχνογνωσίας στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Εκτιμώ ότι θα εισέλθουμε στην τελική φάση επιλογής εντός του ερχόμενου έτους».