Σύμφωνα με το Imperial College στο Λονδίνο, κάποιος που έχει στο παρελθόν μολυνθεί από τον κορονοϊό, έχει 5,4 φορές μεγαλύτερο ρίσκο να μολυνθεί από τη μετάλλαξη «Όμικρον» σε σχέση με τη μετάλλαξη «Δέλτα». Επιπλέον, σε πρόσφατες δηλώσεις στους Financial Times, η Emer Cooke (chief στο European Medicines Agency) ανέφερε ότι τα προκαταρκτικά στατιστικά στοιχεία δείχνουν σαφή μείωση της αποτελεσματικότητας των υπαρχόντων εμβολίων έναντι της «Όμικρον». Βάσει λοιπόν των παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η τρίτη (αναμνηστική) δόση από μόνη της δεν μπορεί να «αναχαιτίσει» τη νέα μετάλλαξη. Άρα, χρειάζονται νέα υγειονομικά μέτρα τα οποία προφανέστατα θα απευθυνθούν και στους ανεμβολίαστους αλλά και στους εμβολιασμένους. Γιατί όμως ισχύει αυτό;
Οι Financial Times δημοσίευσαν ένα ενδιαφέρον γράφημα το οποίο εξηγεί τι συμβαίνει με τη μετάλλαξη «Όμικρον» σε σχέση με τη μετάλλαξη «Δέλτα». Σύμφωνα λοιπόν με τα τελευταία Αγγλικά δεδομένα, η πιθανότητα κάποιος να μολυνθεί με την «Όμικρον» 10 με 14 εβδομάδες αφού λάβει την δεύτερη δόση εμβολίου ανέρχεται στο 50%. Η πιθανότητα να μολυνθεί με τη «Δέλτα» 10 με 14 εβδομάδες αφού λάβει τη δεύτερη δόση εμβολίου ανέρχεται «μόνο» στο 25%.
Δύο, όμως, εβδομάδες μετά και την τρίτη (αναμνηστική) δόση, η πιθανότητα μόλυνσης με την «Όμικρον» «καταρρέει» στο περίπου 25% πλησιάζοντας, δηλαδή, τάχιστα την περίπου 10% πιθανότητα μόλυνσης με τη «Δέλτα». Συνεπώς, τα εμβόλια ακόμα κάνουν «καλή δουλειά» έναντι της «Όμικρον» αλλά, δυστυχώς, η τρίτη δόση δεν μπορεί, από μόνη της, να προστατεύσει τον πληθυσμό. Όλα αυτά συνηγορούν στην επιτάχυνση του προγράμματος της τρίτης δόσης το οποίο, από μόνο του, δεν θα μπορέσει να «κρατήσει» την ελληνική οικονομία και κοινωνία ανοικτή.
Πώς, όμως, προχωρά το πρόγραμμα στην Ελλάδα; Tο 23,6% του πληθυσμού στην Ελλάδα είχε ήδη κάνει την τρίτη δόση σε σχέση με το 18,4% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προχωράμε, λοιπόν, γρήγορα και, μάλιστα, ταχύτερα από τη Γαλλία (εκεί το 16,6% του πληθυσμού έχει ήδη κάνει ήδη την τρίτη δόση) και την Ισπανία (εκεί το 11,8% του πληθυσμού έχει ήδη κάνει ήδη την τρίτη δόση) αλλά όχι τόσο γρήγορα όσο η Ιρλανδία (εκεί το 30,9% του πληθυσμού έχει κάνει ήδη την τρίτη δόση).
Πόσο όμως οι όποιοι νέοι περιορισμοί θα επηρεάσουν την οικονομική μας ανάπτυξη; Σε πρόσφατη ανάλυση μου υπογράμμισα ότι ο δείκτης «infectious disease tracker», ο οποίος καταγράφει, σε ημερήσια βάση, τη συζήτηση περί χρηματοοικονομικής αβεβαιότητας αλλά και επιδημιολογικών εξελίξεων, λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν από τις νομισματικές (και, ως ένα βαθμό, τις δημοσιονομικές) αρχές. Και τούτο επειδή μεγάλη αύξηση στον συγκεκριμένο δείκτη επηρεάζει αρνητικά το παγκόσμιο ΑΕΠ. Από την άλλη πλευρά, όμως, η παγκόσμια οικονομία έχει την ευελιξία να προσαρμόζεται ιδιαίτερα γρήγορα στα νέα (επιδημιολογικά) δεδομένα. Κάτι που εξηγεί γιατί η αρνητική επίδραση του πρώτου lockdown στις οικονομίες του κόσμου ήταν σαφέστατα μεγαλύτερη από εκείνη των lockdowns που ακολούθησαν.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, με δεδομένο ότι η «Όμικρον» διαδίδεται ταχύτερα μεταξύ ανεμβολίαστων αλλά και εμβολιασμένων, και μέχρι το πρόγραμμα της τρίτης δόσης να πλησιάσει, στη χώρα μας, το πρόγραμμα της δεύτερης δόσης (αυτήν τη στιγμή το 63,7% του ελληνικού πληθυσμού έχει κάνει τη δεύτερη δόση), καλό θα ήταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην «φοβηθεί» την επιβολή περαιτέρω υγειονομικών περιορισμών. Ακόμα και εάν αυτό χρειάζεται (ενδεχομένως) να γίνει πριν από την Πρωτοχρονιά…
* Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool Management School