Με μεγάλες αβεβαιότητες ξεκινάει το δύσκολο 2022 και με τις δίδυμες κρίσεις, την πανδημική και την οικονομική-ενεργειακή, σε έξαρση. Κατ' αρχάς αβεβαιότητα υπάρχει για την εξέλιξη της πανδημίας τους επόμενους μήνες, με τη μετάλλαξη Όμικρον να γίνεται περισσότερο μεταδοτική, αλλά και με το ΕΣΥ να έχει υπερβεί τα όρια της αντοχής του.
Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης υποκύπτει πλέον στη μειωμένη αποτελεσματικότητα των ήπιων μέτρων, που έλαβε η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα, με την προσδοκία ότι ενδεχομένως αυτή η μετάλλαξη έχει αποδειχθεί λιγότερο λοιμογόνος από τη Δέλτα και μέσω της εκτόνωσής της θα οδηγηθούμε σε μερικούς μήνες στο τέλος της πανδημίας. Πάρα ταύτα, τα μέτρα της υγειονομικής θωράκισης του πληθυσμού λαμβάνονται καθυστερημένα, οι διασωληνώσεις των ασθενών της Covid-19 ακολουθούν αυξητικές τάσεις, οι θάνατοι ασθενών σταθεροποιούνται σε υψηλά επίπεδα (70-80 την ημέρα) και οι μεγάλες μονάδες του ΕΣΥ λειτουργούν κυρίως ως μονάδες διαχείρισης ασθενών της πανδημίας, με αποτέλεσμα να περιορίζεται δραματικά η παροχή υπηρεσιών υγείας στους άλλους ασθενείς.
Σε αυτό ας προστεθεί και η εξάντληση πλέον των αντοχών του υγειονομικού προσωπικού, μετά από δύο χρόνια πανδημίας, καθώς και οι ελλείψεις στελέχωσης του ΕΣΥ με νέο και εξειδικευμένο προσωπικό. Αυτές οι αβεβαιότητες θα συνεχιστούν αναπόφευκτα αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, κυρίως για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης και του κεντρικού Κράτους, για τη διεύρυνση της υποχρεωτικότητας εμβολιασμού σε ηλικιακές ομάδες πληθυσμού υπερμετάδοσης και νόσησης και για την υιοθέτηση του εμβολιαστικού πάσου σε δραστηριότητες και μετακινήσεις των πολιτών. Η αναγκαιότητα λήψης αυτών των μέτρων δεν είναι πλέον ζήτημα υπολογισμού πολιτικού κόστους, αλλά ζήτημα υπεύθυνης διαχείρισης της πανδημίας, της οποίας το κόστος αυξάνεται συνεχώς και διαχέεται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Ταυτόχρονα, εντείνεται η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια των πολιτών από την οικονομική-ενεργειακή κρίση. Το κύμα της ακρίβειας και των συνεχών ανατιμήσεων στα βασικά προϊόντα έχει οριζόντιες συνέπειες και φτωχοποιεί ακόμα περισσότερο τους οικονομικά αδύναμους. Οι πολιτικές στήριξης από την κυβέρνηση είναι προφανώς ανεπαρκείς, γιατί δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και των προϊόντων, ούτε την προοπτική βαθύτερης κρίσης το προσεχές διάστημα.
Εξ’ αιτίας της δίδυμης αυτής κρίσης, παραμένει ο κίνδυνος της αδυναμίας εκτέλεσης του προϋπολογισμού, της συνεχιζόμενης αύξησης του δανεισμού και της αρνητικής προοπτικής της επαναφοράς των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2023, αν δεν τροποποιηθεί το Σύμφωνο σταθερότητας.
Ωστόσο, αβέβαιο προβλέπεται το 2022 και σε σχέση με κρίσιμες επιλογές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την επιτυχία της τρέχουσας γαλλικής προεδρίας της ΕΕ εξαρτώνται μια σειρά από αναγκαίοι αναπροσανατολισμοί της ευρωπαϊκής πολιτικής, ιδιαίτερα σχετικά με τις νέες ισορροπίες του γαλλογερμανικού άξονα, το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το άσυλο, το Ταμείο Ανάκαμψης και τη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητα, η κοινωνική Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή άμυνα και τα εργαλεία προστασίας των πολιτών στις σύγχρονες ευρωπαϊκές Δημοκρατίες. Η συγκυρία των αρχών του 2022 θέλει αυτή η διαδικασία να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επιτυχία του Εμ. Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές τον προσεχή Απρίλιο, η οποία μαζί με τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία και την Ιταλία θα δώσουν τον απαιτούμενο τόνο των μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ την επόμενη περίοδο.
Πολιτική αβεβαιότητα όμως επικρατεί και στη χώρα μας, ανεξάρτητα από το αν το 2022 είναι εκλογική χρονιά ή η μια χρονιά ακήρυχτης προεκλογικής περιόδου.
Η κυβέρνηση, πέραν της κριτικής για τη διαχείριση της κρίσης, έχει να αντιμετωπίσει την κριτική για την παρατεταμένη μεταρρυθμιστική άπνοια που παρουσιάζει σε πολλούς τομείς όπως στην οικονομία, στη Δημόσια Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στο ασφαλιστικό, στην υγεία όπου όλα πρέπει να τα σκεφτούμε από την αρχή μετά την πανδημία. Η μεταρρυθμιστική άπνοια δεν μπορεί να κρυφτεί πια ούτε πίσω από τον τραγέλαφο της πολιτικά άσφαιρης αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία θα παραμείνει εγκλωβισμένη στην αγωνιώδη προσπάθεια της μικρότερης δυνατής εκλογικής ήττας, παρά το γεγονός ότι η ίδια ζητάει εκλογές και παραιτήσεις, χωρίς να πείθει κανέναν ότι τις επιδιώκει πραγματικά.
Σε αυτή τη διελκυστίνδα, ρόλο ανατροπής των συσχετισμών καλείται να αναλάβει το ΠΑΣΟΚ - Κίνημα Αλλαγής, μετά την εμπιστοσύνη που έδειξαν 270.000 πολίτες για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας του. Ο χρόνος που περνάει είναι κρίσιμος, όχι τόσο για τη φθορά των πολιτικών αντιπάλων του, αλλά κυρίως για τη διατύπωση των δικών του μεταρρυθμιστικών, προοδευτικών πολιτικών προτάσεων. Η σοσιαλδημοκρατία όπου αναδείχθηκε και πάλι στην Ευρώπη ήταν γιατί οι προτάσεις της κρίθηκαν αποτελεσματικές για τη ζωή των πολιτών και την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους. Αυτό μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα, εφόσον το ΠΑΣΟΚ - Κίνημα Αλλαγής διεκδικήσει ρυθμιστικό ρόλο στις επόμενες διπλές εκλογές, πείσει για τη σοβαρότητα του δικού του προγράμματος διακυβέρνησης και εγγυηθεί μεταρρυθμίσεις και αλλαγές με σταθερότητα.
* Ο Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρ. Υφυπουργός