Οι φωτιές του Αυγούστου ήταν όντως πρωτοφανείς σε ένταση, σε έκταση και σε διάρκεια. Ήταν μια σκληρή δοκιμασία για τον κρατικό μηχανισμό αλλά και για τους κατοίκους της, μισής σχεδόν, χώρας που πλήρωσαν ακριβά τις δραματικές τους συνέπειες. Ευτυχώς, όχι με τη ζωή τους κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Αλλά το κόστος των χαμένων περιουσιών και των καμένων δασών, σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία, δεν είναι καθόλου αμελητέο. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι, για ακόμα μια φορά, οι φλόγες έσβησαν χάρη στον ηρωισμό των πυροσβεστών και στελεχών του κρατικού μηχανισμού, στην αυτοθυσία των εθελοντών και στη βοήθεια ξένων φίλων μας.
Καθώς οι κλιματικές συνθήκες θα γίνονται ολοένα και δυσμενέστερες και οι καύσωνες θα πολλαπλασιάζονται χρόνο με τον χρόνο, η χώρα έχει άμεση ανάγκη από ένα οργανωμένο σχέδιο πρόληψης, με ότι αυτό συνεπάγεται σε ανθρώπινο δυναμικό, σε τεχνολογικό εξοπλισμό και σε θεσμοθετημένες υποχρεώσεις για τον κρατικό μηχανισμό, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους πολίτες.
Από το να επουλώνουμε τις πληγές, καλύτερο είναι να μην τις αφήνουμε να ανοίξουν. Από το να επιρρίπτουμε τις ευθύνες ο ένας στον άλλον, καλύτερο είναι να αναλαμβάνει ο καθένας αυτές που του αντιστοιχούν. Από το να παίρνουμε μέτρα μετά τη μάχη, καλύτερο είναι να τα προγραμματίζουμε πριν απ’ αυτήν.
Μπορεί οι φλόγες των πυρκαγιών να μονοπώλησαν σχεδόν την επικαιρότητα τις τελευταίες εβδομάδες, δεν είναι ωστόσο, η μόνη φωτιά που κατακαίει τη χώρα.Η «φωτιά» του κορονοϊού όχι μόνο δεν έσβησε αλλά, αντίθετα, αναζωπυρώθηκε επικίνδυνα. Το τείχος της ανοσίας προσέκρουσε στο τείχος των αρνητών του εμβολίου που επιμένουν να θέτουν σε κίνδυνο τους εαυτούς τους και τη δημόσια υγεία.
Η συνωμοσιολογία, η παραπληροφόρηση και ο σκοταδισμός υπονομεύουν τις προσπάθειες της πολιτείας και των πολιτών για επιστροφή στην κανονικότητα. Το άνοιγμα δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα στο χώρο του τουρισμού, μπορεί να έδωσε μια μεγάλη ανάσα στην οικονομία, φαίνεται ωστόσο, δυστυχώς, να οδηγεί ξανά στην ασφυξία τα νοσοκομεία και τις ΜΕΘ. Η πανδημία είναι εδώ!
Η επόμενη της φωτιάς, θα βρει τη χώρα με πολλές ακόμα αναμμένες «φωτιές». Εκτός από το νέο κύμα της πανδημίας η Ελλάδα έχει μπροστά της την διαχείριση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανασυγκρότησης. Πρόκειται για την τελευταία, ίσως, ευκαιρία που παρουσιάζεται για την κάλυψη καίριων αναγκών και ελλειμμάτων, καθώς και την ενίσχυση κρίσιμων τομέων της οικονομίας που θα της επιτρέψουν να μπει αποφασιστικά στο δρόμο της ανάπτυξης.
Την ίδια στιγμή πρέπει να προωθήσει το πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης και ενεργειακής μετεξέλιξης της χώρας, στο πλαίσιο των διεθνών της δεσμεύσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πρόγραμμα που και αυτό προσκρούει στα σενάρια παγκόσμιας συνωμοσίας… Κι ας μην ξεχνάμε τη γεωπολιτική ένταση στην περιοχή, που αναμένεται να φουντώσει μαζί με το προσφυγικό πρόβλημα, μετά τη νίκη των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Από τη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγκρότησε μια ομάδα κρούσης, που ο ίδιος ονόμασε «επιτελικό κράτος», με κριτήριο όχι την πολιτική προέλευση των στελεχών της αλλά την εμπειρία και τις ικανότητές τους. Το επιτελικό κράτος στοχοποιήθηκε εξ αρχής, τόσο από την αντιπολίτευση που αισθάνθηκε να τις αφαιρούνται δυνάμεις, όσο και από το εσωτερικό της ΝΔ, μια και στελέχη της αισθάνθηκαν ότι χάνουν θέσεις που «δικαιωματικά» τους ανήκαν. Η ικανότητα του επιτελικού κράτους και της κυβέρνησης συνολικά να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις παλιές και νέες μεγάλες προκλήσεις θα βαρύνει αποφασιστικά στην έκβαση της επόμενης μέρας.
Όπως επίσης, στην έκβαση της επόμενης μέρας θα βαρύνουν και οι εξελίξεις στο χώρο της αντιπολίτευσης και κυρίως αν θα συνεχίσει να κυριαρχεί η αλλοπρόσαλλη και ανεύθυνη τακτική του ΣΥΡΙΖΑ που κηρύσσει ανοιχτά την ανυπακοή υιοθετώντας στην πράξη τα αιτήματα των κάθε λογής αρνητών.
Η χώρα χρειάζεται μια υπεύθυνη πολιτική δύναμη που θα εκφράσει τον φιλελεύθερο κεντρώο και σοσιαλδημοκρατικό χώρο ασκώντας ουσιαστική κριτική στην κυβερνητική πολιτική και προβάλλοντας ταυτόχρονα ρεαλιστικές εναλλακτικές προτάσεις. Μια πολιτική δύναμη ικανή να διεκδικήσει άμεσα και με αξιώσεις τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να συμβάλλει, με τη δική της ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση, στην επικράτηση των δυνάμεων του ορθολογισμού. Αυτή είναι και η μεγάλη ευκαιρία - πρόκληση για το Κίνημα Αλλαγής.