Στις 6 Ιανουαρίου του 1965 ο Έντγουιν Τζορτζ Ουέστ, ένας από τους οικονομολόγους της διάσημης σχολής της «Δημόσιας Επιλογής», εκδίδει το βιβλίο του «Εκπαίδευση και Κράτος». Πρέπει να διευκρινιστεί ότι μολονότι συγκροτήθηκε από οικονομολόγους και ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι νομίζουν ότι πρόκειται για μια οικονομική σχολή, η Δημόσια Επιλογή κάθε άλλο παρά είναι μια τυπική σχολή της οικονομικής επιστήμης. Στην πραγματικότητα σκοπός της δεν είναι η μελέτη των οικονομικών φαινομένων αλλά η ανάλυση των δυσνόητων πολιτικών φαινομένων, καθώς και της λειτουργίας των θεσμών του κράτους με τη χρήση της οικονομικής μεθοδολογίας.
Το βιβλίο του Ουέστ υπήρξε, κατά γενική αναγνώριση, από τα πλέον επιδραστικά βιβλία στις εκπαιδευτικές αλλαγές που ακολούθησαν. Κεντρική ιδέα του είναι ότι η ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους γονείς θα έχει θετικές επιπτώσεις για όλους τους παράγοντες της εκπαίδευσης, κυρίως λόγω της καταλυτικής επίδρασης του ανταγωνισμού που εισάγεται στο εκπαιδευτικό σύστημα. Περισσότερο ωφελημένοι κατά τον Ουέστ θα είναι οι γονείς και οι μαθητές από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού και οι εκπαιδευτικοί με όρεξη και ζήλο να δημιουργήσουν καλή φήμη για το σχολείο τους. Στο τέλος το συνολικό όφελος για το εκπαιδευτικό σύστημα θα είναι εντυπωσιακά μεγάλο. Καλύτερη εκπαίδευση όμως σημαίνει καλύτερη δημόσια διοίκηση, καλύτερη δικαιοσύνη και μεγαλύτερη ανάπτυξη στην οικονομία, καθώς, όπως επισημαίνει ο Χάγεκ, «ο ανταγωνισμός είναι ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία για τη διασπορά των γνώσεων» σε όλους τους ανθρώπους. Με τον ανταγωνισμό καταργούνται τα κάθε είδους ιερατεία που κατέχουν, ως πολύτιμο θησαυρό τη γνώση και την διαθέτουν μόνο στους εκλεκτούς τους. Mέσω του ανταγωνισμού διαδίδονται παντού οι νέες γνώσεις, οι νέες ιδέες και οι νέες ανακαλύψεις και μεγιστοποιείται η συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων.
Οι ιδέες του Ουέστ και άλλων σημαντικών οικονομολόγων και επιστημόνων της εκπαίδευσης άρχισαν να εφαρμόζονται στην αρχή διστακτικά και από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 με πολύ γοργούς ρυθμούς σε όλες τις προηγμένες χώρες σε Ανατολή και Δύση. Το εφαρμοσμένο παράδειγμα των ιδεών της ελεύθερης επιλογής επιβεβαίωσε κατά κανόνα τις σχετικές με το θέμα θεωρητικές μελέτες. Οι Ρόμπερτ Φοξ και Νίνα Μπιουκάναν στο βιβλίο τους «Το εγχειρίδιο της σχολικής επιλογής» (2017) συνέλεξαν τις πλέον πρόσφατες και πιο σημαντικές έρευνες, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι όσο τολμηρότερες υπήρξαν οι μεταρρυθμίσεις (κουπόνια εκπαίδευσης, πολυτυπία σχολείων, κατ’ οίκον εκπαίδευση κ.ο.κ.) τόσο θετικότερο υπήρξε το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα.
Ένα ακόμη εντυπωσιακό συμπέρασμα προκύπτει από την εις βάθος ανάλυση των στοιχείων των ερευνών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα. Οι Νικ Άντνετ και Πήτερ Ντέιβις, στο σχετικά πρόσφατο (2015) βιβλίο τους με τίτλο «Αγορές για την εκπαίδευση. Μια οικονομική ανάλυση», αποδεικνύουν ότι σε όσες χώρες θεσμοθετήθηκε η γονεϊκή επιλογή και υπήρξε ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων υπήρξε καλύτερη αξιοποίηση των δαπανών για την εκπαίδευση και μεγαλύτερη αποδοτικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος σε σχέση με τις χώρες που παρέμειναν στο παλιό σύστημα. Ακόμη και σε περιοριστικές δημοσιονομικές συνθήκες λόγω της οικονομικής κρίσης στα εκπαιδευτικά συστήματα με σχολική επιλογή το προσφερόμενο εκπαιδευτικό προϊόν δεν υποβαθμίστηκε ποιοτικά. Κάτι που δυστυχώς συνέβη στα παραδοσιακά εκπαιδευτικά συστήματα Με άλλα λόγια, τα χρήματα των φορολογουμένων για την εκπαίδευση σε χώρες όπου υπάρχει η σχολική επιλογή πιάνουν περισσότερο τόπο και βελτιστοποιείται ακόμη περισσότερο η σχέση κόστους και οφέλους του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι ίδιοι συγγραφείς το 2003 είχαν αποδείξει με τη γνωστή μελέτη τους «Σχολικές μεταρρυθμίσεις στην Αγγλία: από τις οιονεί αγορές στον συναγωνισμό» ότι η εισαγωγή του ανταγωνισμού στην εκπαίδευση βελτίωσε σημαντικά τα ακαδημαϊκά αποτελέσματα του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Στην Ελλάδα τώρα, για μια ακόμη φορά δαιμονοποιείται η αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών και η ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους γονείς. Από ποιους; Από τις πλέον ακραία συντηρητικές δυνάμεις που αντιπαρατίθενται σε κάθε ευκαιρία στον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αντιδρά μια ετερόκλητη συμμαχία «δεινοσαύρων της εκπαίδευσης». Αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ηγετικές ομάδες όλων των συνδικαλιστικών οργανώσεων στον χώρο της εκπαίδευσης, διανοούμενους της αριστεράς και της λαϊκής δεξιάς, την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς και όλα τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς (κοινοβουλευτικής και μη).
Στην πραγματικότητα, ηθελημένα ή μη, οι αρνητές της εκπαιδευτικής προόδου στρεφόμενοι εναντίον της αξιολόγησης και της επιλογής υπερασπίζονται κάτι το οποίο στον προηγμένο κόσμο έπαψε να υπάρχει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Όσοι αρνούνται επί της αρχής την αξιολόγηση αρνούνται στην ουσία την αξιοκρατία στην εκπαίδευση. Θα μπορούσε να στέκει λογικά μια τέτοια αντίδραση; Είναι απολύτως παράλογη και ολοκληρωτική. Όσο παράλογη και ολοκληρωτική θα ήταν η αξίωση ένας επιχειρηματίας να μην επιλέξει τους υπαλλήλους που θα εργαστούν στην επιχείρησή του γιατί όλοι είναι ίδιοι, να μην μας επιτρέπεται να επιλέξουμε τον γιατρό, που θα εμπιστευτούμε για την ασθένειά μας, τον κρεοπώλη που θα ψωνίσουμε το κρέας μας, τον κινηματογράφο που θα δούμε την ταινία της επιλογής μας κ.τ.τ. Για τους αντιδραστικούς εχθρούς της αξιολόγησης δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ εκπαιδευτικών και σχολείων, η επιλογή είναι μάταιη και βλαπτική και όλα θα πρέπει να υπακούουν στον εφιαλτικό κανόνα της ομοιομορφίας και της εξίσωσης.
Στον πραγματικό κόσμο όμως τα πράγματα δεν έχουν καμία σχέση με τις εξισωτικές και παράλογες προσεγγίσεις της ΟΛΜΕ και των υπόλοιπων αντιδραστικών δυνάμεων, αλλά υπάρχει μια ασταμάτητη διαδικασία αξιολόγησης των πάντων, η οποία πραγματοποιείται μέσω διαμόρφωσης προτιμήσεων. Οι γονείς, ως καταναλωτές εκπαιδευτικών υπηρεσιών, ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματα του σχολείου που θα στείλουν το παιδί τους, ενδιαφέρονται να έχει δασκάλους και καθηγητές που είναι ικανοί και σε θέση να το διδάξουν σωστά. Οι εκπαιδευτικοί, ως παραγωγοί εκπαιδευτικών υπηρεσιών και σε αντίθεση με τις επιδιώξεις των συνδικαλιστών τους ενδιαφέρονται να γνωρίζουν τις προτιμήσεις των γονέων-καταναλωτών, ενδιαφέρονται να υπάρχει συνεχώς αδιάβλητη διαδικασία αξιολόγησης, ώστε να έχουν σημαντικό κίνητρο για βελτίωση και επιβράβευση και να φύγει ο κομματισμός και οι πελατειακές σχέσεις από την εκπαίδευση. Για σκεφτείτε, έναν δικηγόρο λ.χ. που κάποτε ήταν άριστος φοιτητής, πέρασε τις εξετάσεις του δικηγορικού συλλόγου, έγινε δικηγόρος αλλά μετά από λίγο καιρό έπαψε να ενημερώνεται για τις εξελίξεις της επιστήμης του και της νομολογίας, δεν φρόντισε να αποκτήσει ψηφιακές δεξιότητες, να εκσυγχρονίσει το γραφείο του, αμέλησε την τακτική ενημέρωση των πελατών του κ.λπ., τι μέλλον άραγε μπορεί να έχει αυτός ο επαγγελματίας; Σε ελάχιστο καιρό θα χάσει όλους τους πελάτες του. Το ίδιο θα συμβεί σε κάθε επαγγελματία χωρίς καμία εξαίρεση. Οι αντιδραστικοί κύκλοι της εκπαίδευσης ισχυρίζονται όμως ότι αυτή η αφύσικη στασιμότητα και αταραξία θα πρέπει να είναι η φυσική κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος και δεν χρειαζόμαστε την αξιοκρατία.
Κάποιοι πιο πονηροί δεν λένε ευθέως όχι στην αξιολόγηση αλλά λένε όχι στη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της για κάθε σχολείο, γιατί αυτό θα οδηγήσει τους γονείς να επιλέξουν το σχολείο των παιδιών τους. Αλλά αυτό γιατί είναι κακό; Όπως είδαμε, η θεσμοθέτηση της γονεϊκής επιλογής σχολείου διεθνώς οδήγησε σε βελτίωση τόσο των εκπαιδευτικών και ακαδημαϊκών αποτελεσμάτων όσο και σε δημοσιονομική λογοδοσία και πειθαρχία. Οδήγησε και σε βελτίωση των σχολείων που δεν είχαν τόσο θετικά αποτελέσματα, καθώς γι’ αυτά υπήρξαν στοχευμένες δράσεις για τη βελτίωσή τους. Ακόμη, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης δεν είχε ποτέ σκοπό την τιμωρία ή τη δίωξη, αλλά την επιβράβευση όσων είναι καλοί και την αρωγή σε όσους αξιολογούνται αρνητικά με την παροχή σ’ αυτούς εξατομικευμένης υποστήριξης. Μέσα από την αξιολόγηση είμαστε σε θέση να έχουμε αξιόπιστα και αντικειμενικά δεδομένα για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ώστε να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε τις αδυναμίες του και να επιλύσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Μια τελευταία επισήμανση, ακόμη και σήμερα που δεν υπάρχει θεσμοθετημένη αξιολόγηση και θεσμοθετημένη επιλογή οι άμεσα ενδιαφερόμενοι γονείς και μαθητές γνωρίζουν ποια σχολεία έχουν καλό όνομα-φήμη και ποια όχι. Και σήμερα που μιλάμε αυτή η άτυπη αξιολόγηση και η άτυπη επιλογή λειτουργεί μια χαρά. Οι πληροφορημένοι γονείς με διάφορους τρόπους στέλνουν τα παιδιά τους στα καλά σχολεία της περιοχής τους παρακάμπτοντας τις γεωγραφικές απαγορεύσεις. Περισσότερο από το ένα τέταρτο των γονέων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση επιλέγουν σχολείο για τα παιδιά τους παράτυπα. «Τότε τι νόημα έχει –θα αναρωτηθεί κάποιος– η θεσμοθέτηση της αξιολόγησης και της επιλογής;». Έχει μεγάλη σημασία, καθώς από την άτυπη επιλογή που ισχύει, όπως προκύπτει από αξιόπιστες εμπειρικές μελέτες, αποκλείονται σχεδόν εξ ολοκλήρου οι φτωχότερες οικογένειες. Οι οικογένειες που παρακάμπτουν ευκολότερα το θεσμικό πλαίσιο και στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο της επιλογής τους είναι, κατά κανόνα, μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων, καθώς και μεσαίας και υψηλής μόρφωσης. Αυτές κάνουν χρήση διαφόρων κοινωνικών και εκπαιδευτικών δικτύων, στα οποία έχουν πρόσβαση. Τα ίδια τα σχολεία σε πολλές περιοχές της χώρας κάνουν στο πλαίσιο ενός άτυπου ανταγωνισμού προσπάθεια να προσελκύσουν παιδιά έξω από τα όρια της γεωγραφικής τους περιοχής. Η απαγόρευση συνεπώς της επιλογής θίγει τα λιγότερο μορφωμένα και λιγότερο ευκατάστατα τμήματα του πληθυσμού και αυξάνει έτσι την κοινωνική ανισότητα στην εκπαίδευση αντί να την μειώνει.
Η αξιολόγηση και η γονεϊκή επιλογή πρέπει άμεσα να θεσμοθετηθούν ώστε όλοι να είναι σε θέση να απολαμβάνουν τα ευεργετικά αποτελέσματα της ελευθερίας και της αξιοκρατίας.