Ένας αυξανόμενος αριθμός κλιματικών ερευνών προειδοποιούν ότι ο πλανήτης είναι κοντά στο «σημείο χωρίς επιστροφή». Εν τω μεταξύ, το πολιτικό περιθώριο για δράση στενεύει συνεχώς και η εμπιστοσύνη στην εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας κλονίζεται πλέον -ελεγχόμενα μεν, επισήμως δε- δια στόματος των εμπειρογνωμόνων. Όσοι καλούνται να διαχειριστούν παράλληλα την κρίση και το πολιτικό κόστος, πρέπει να έχουν στο νου τους ότι δεν είναι ζήτημα επιβίωσης. Είναι ζήτημα βιωσιμότητας. Αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να έχει γίνει κατανοητό στους πάντες εξαρχής.
«Η διαρκής βελτίωση είναι καλύτερη από την αργοπορημένη τελειότητα», γράφει ο Μάρκ Τουέιν σε επιστολή του, που δυστυχώς δεν απευθυνόταν σε όσους κατέχουν τα ηνία της θεσμικής εφαρμογής και του policy making για την κλιματική αλλαγή.
Στην παγκόσμια αδυναμία έγκαιρης συνειδητοποίησης και αντιμετώπισης της επερχόμενης καταστροφής, προστέθηκαν επιπλέον αστάθμητοι ανατρεπτικοί παράγοντες. Παράγοντες -υγειονομικοί και γεωπολιτικοί, όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία- όλοι μεταφραζόμενοι σε οικονομικούς, που όχι μόνο μετακύλησαν χρονικά στο μέλλον τη δυνατότητα έναρξης αναχαιτιστικών μέτρων, αλλά έστρεψαν για άλλη μια φορά τον άξονα προτεραιοτήτων μακριά από την βιώσιμη ανάπτυξης.
Χάθηκε το στοίχημα της εμπροσθοβαρούς αντιμετώπισης
Έτσι η ανθρωπότητα, από μία συν μία κρίση που είχε να αντιμετωπίσει, την κλιματική και την ενεργειακή, οι οποίες είχαν κοινή λύση, ενεργειακή μετάβαση λέγεται, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ένα cluster κρίσεων άνευ προηγουμένου. Τα επιπλέον βαρίδια έρχονται να προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα και να αλληλεπιδράσουν, διαπλέκοντας περαιτέρω τις συνέπειες και αναχαιτίζοντας τη λύση.
Οι ευθύνες, πολιτικές, κυρίως στο μεγαλύτερο κάδρο, και όχι τόσο σε εθνικό. Ωστόσο μαστίζουν και διαβρώνουν ακόμη και τα πιο φιλόδοξα και φερέλπιδα προγράμματα που καταρτίστηκαν και κατατέθηκαν αρχικά από χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα. Άλλο ένα δίδαγμα της ιστορίας για το πώς η θεραπεία πάντα κοστίζει περισσότερο από την πρόληψη. Και πώς η καθυστέρηση στην επίλυση ενός προβλήματος πάντα βάζει ληστρικό πανωτόκι. Ίσως μάλιστα κάνει και το χρέος μη βιώσιμο.
Το πολιτικό κόστος
Μόλις στην προηγούμενη ΔΕΘ υπερθεματίζονταν τα μέτρα που είχαν ληφθεί για τη Δίκαιη Μετάβαση, το Ταμείο, τα έργα καινοτομίας που θα δώσουν νέα πνοή στην έρευνα και την απασχόληση στις πληττόμενες περιοχές. Και αν η φετινή θα έπρεπε να είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στην τροχιά ενεργειακής ανάπλασης που θα είχε ήδη μπει ο τόπος και στους ήδη κυοφορούμενους καρπούς του προγράμματος που είχε εξαγγελθεί, ωστόσο, περιορίστηκε -όσον αφορά το ενεργειακό- σε εξαγγελίες για κρατικές επιδοτήσεις και ανακουφίσεις.
Παρήγορο ωστόσο είναι ότι ακόμη και σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο άνωθεν επιβαλλόμενης συρρίκνωσης, συνεχίζονται ζυμώσεις στους εγχώριους πόλους καινοτομίας και έρευνας και ότι η Ελλάδα σε πολλά από τα συναφή ζητήματα δεν είναι πλέον ουραγός, αλλά ομοτράπεζος διεθνής συζητητής με επιχειρήματα, σκληρά μεν αλλά ρεαλιστικά και βιώσιμα.
Ανησυχητικές οι νέες κλιματικές τάσεις
Την ίδια στιγμή, τα νέα επιστημονικά δεδομένα που προκύπτουν σημαίνουν συναγερμό για άμεση ανατροπή του κλιματικού συστήματος.
Από τη συστηματικότερη παρακολούθηση των CTPs, των σημείων καμπής του κλιματικού συστήματος, η ανησυχία αυξάνεται κατακόρυφα στους κόλπους της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, καθώς, εφόσον υπερβληθούν τα όρια αυτά, μπορεί να απασφαλίσουν τον ρυθμό υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science, ακόμη και ο αυστηρότερος κλιματικός στόχος της συμφωνίας του Παρισίου για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης πιθανώς να μην αρκεί πλέον για να αποτρέψει τον εκτροχιασμό της κλιματικής αλλαγής πέρα από αυτό το όριο χωρίς επιστροφή.
Η δυσπιστία αυτή αντανακλάται και στο φετινό Βαρόμετρο, που διεξήγαγε η IEEP για την Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ καταγράφοντας τη γνώμη 300 εμπειρογνωμόνων. Σύμφωνα με την έκθεση, η έλλειψη συνοχής στην χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής και η αδυναμία δέσμευσης από τα κράτη μέλη, στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, πολλαπλασιάζουν την ανησυχία που προκύπτει από τις νέες επιστημονικές εκτιμήσεις και μειώνουν την εμπιστοσύνη στην εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας. Η επιστροφή στην καύση άνθρακα και η προοπτική ταχείας προώθησης νέων εναλλακτικών υποδομών φυσικού αερίου αποτελούν τους κύριους πόλους της ανησυχίας αυτής.
Ωστόσο, οι εμπειρογνώμονες εξακολουθούν να δηλώνουν αισιόδοξοι για την θεσμική ικανότητα εφαρμογής της ενεργειακής μετάβασης ως το 2024. Με τα σημερινά δεδομένα. Τα οποία, ωστόσο, για όσους παρακολουθούν τις τάσεις, μεταβάλλονται συνεχώς και με εκθετικά αυξανόμενο ρυθμό.
Γιατί δεν είναι αρκετό ούτε το 1,5ο C ήδη
Η παραδοχή συνεπώς ότι ο πλανήτης θα άντεχε μια αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας έως τους 1.5ο C δεν είναι πλέον ασφαλής, εξηγεί η επιστημονική ομάδα που υπογράφει τη μελέτη στο Science. Τα δεδομένα μάλιστα δείχνουν ότι ακόμη και αν δεν υπερβληθεί αυτός ο -ήδη χαρακτηρισμένος ως φιλόδοξος, αν όχι άπιαστος- στόχος της Πράσινης Συμφωνίας, είναι και πάλι πιθανό να ενεργοποιηθούν τα σημεία καμπής του κλιματικού συστήματος, πέρα από τα οποία οι καταστροφικές συνέπειες για τον πλανήτη δεν θα είναι πια αναστρέψιμες.
Αν συνυπολογιστεί η προειδοποίηση που εξέδωσε ο ΟΗΕ τον περασμένο Μάιο, σύμφωνα με την οποία οι πιθανότητες να υπερβεί τον 1,5ο Κελσίου η θερμοκρασία του πλανήτη εντός 5ετίας έχουν ανέρθει φέτος στο 50%, ο κίνδυνος για καταστροφικές αλυσιδωτές αντιδράσεις είναι πλέον ορατός. Έτι δε μάλλον, όταν ο κίνδυνος αυτός το 2015 βρισκόταν σχεδόν στο μηδέν, ενώ μέχρι το 2021 περιοριζόταν στο 10%.
Εικ. 1 Θέσεις των στοιχείων ανατροπής του κλίματος σε κρυόσφαιρα (μπλε), βιόσφαιρα (πράσινο) και ωκεανό/ατμόσφαιρα(πορτοκαλί) και τα επίπεδα υπερθέρμανσης του πλανήτη στα οποία πιθανότατα θα ενεργοποιηθούν τα σημεία ανατροπής τους
Οι τρέχουσες ανοδικές θερμοκρασίες (μεσοσταθμικά κατά ~1,1ο C πάνω από την προβιομηχανική περίοδο αναφοράς το 2021) κυμαίνονται ήδη στο κατώτερο όριο για ενεργοποίηση πέντε σημείων αβεβαιότητας CTP, σημειώνει η έκθεση του Science.
Τα σημεία αυτά αυξάνονται σε 6 συν ακόμη 4 πιθανά, εάν ο πλανήτης εισέρθει εντός του εύρους θέρμανσης που επιτρέπει η Συμφωνία του Παρισιού (από 1,5 έως 2ο C). Τι συνεπάγεται αυτό; Κατάρρευση φύλλων πάγου της Γροιλανδίας και της Δυτικής Ανταρκτικής, εξαφάνιση κοραλλιογενών υφάλων χαμηλού γεωγραφικού πλάτους και απότομη τήξη του πέρμαφροστ (μόνιμου παγετού). Ένα επιπλέον CTP χαρακτηρίζεται από την έρευνα ως πολύ πιθανό να ενεργοποιηθεί, ενώ τρία ακόμη θεωρούνται πιθανά, σε περίπτωση που η άνοδος φτάσει τους ~2,6ο C.
Εικ 2 Θερμοκρασιακά όρια υπέρβασης των CTPs και οι εκτιμώμενοι κίνδυνοι
Βήματα πίσω
Επί του παρόντος, ο κόσμος οδεύει προς +2 έως 3ο C υπερθέρμανσης του πλανήτη. Στην καλύτερη περίπτωση, εάν εφαρμόζονταν όλες οι μηδενικές δεσμεύσεις και οι εθνικά καθορισμένες συνεισφορές, - οι οποίες υπό τα τύμπανα του πολέμου στην Ουκρανία ήδη υποβάλλονται για τρίτο πλέον τρίμηνο σε συνθήκες στρες λόγω των εκτάκτων οικονομικών συνθηκών, του συνδυαστικού οικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης - θα μπορούσε να φτάσει λίγο κάτω από τους 2ο C. Αυτό θα περιόριζε κάπως τους κινδύνους, αλλά θα εξακολουθούσε να θεωρείται επικίνδυνο, καθώς θα μπορούσε να πυροδοτήσει πολλά σημεία ανατροπής του κλίματος.
Ο συναγερμός που σημαίνει η επιστημονική κοινότητα δεν βρίσκει πλέον ευήκοα ώτα στα θεσμικά όργανα. Η εποχή όπου υπήρχε δημοσιονομικός χώρος και χρόνος για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής χάθηκε.
Η αναγκαία επαναφορά στις ρυπογόνους πηγές παραγωγής ενέργειας απογυμνώνει και τα πλέον εύρωστα εθνικά κυβερνητικά προγράμματα. Η αναγκαστική διοχέτευση πόρων από τα ταμεία ενεργειακής μετάβασης σε προγράμματα επιδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που θα στηρίξουν τώρα την οικονομία αλλά θα απουσιάζουν αύριο από την πράσινη μετάβαση, αναχαιτίζει τα σχέδια που έχουν καταρτιστεί.
Στο νέο πλαίσιο επαγρύπνησης που θέτουν τα πρόσφατα δεδομένα, η όποια προδραστικότητα στη λήψη μέτρων κινδυνεύει να απωλεσθεί, ενώ στο άμεσο μέλλον η συνεχής επικαιροποίηση και αυστηροποίηση των στόχων θα κριθεί απαραίτητη. Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο θα είναι έγκαιρη και εφικτή.
Και ένα τελευταίο, έναντι επιλόγου. Η κάθε κυβέρνηση οφείλει να κοιτά το μεγάλο κάδρο, αυτό που κάνει τη διαφορά στη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και το μικρό κάδρο. Την καθημερινότητα των πολιτών. Και η καθημερινότητα αυτή είναι στην ουσία το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών και το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων. Όχι το πλαφόν και οι επανακρατικοποιήσεις. Δεν είναι απλά ένα αντιστάθμισμα στο αναμενόμενο πολιτικό κόστος. Είναι ζήτημα επιβίωσης. Και μάλλον ούτε επιβίωσης. Είναι ζήτημα βιωσιμότητας.