Της Αγγελικής Κώττη
Σαν τον Τιτανικό, το πλοίο στο οποίο θα αναφερθούμε σήμερα ήταν τεράστιο και θαύμα της ναυπηγικής, πραγματοποίησε όμως μονάχα ένα ταξίδι. Όχι επειδή βυθίστηκε, αλλά επειδή το μέγεθός του καθιστούσε αδύνατο τον ελλιμενισμό του. Ονομαζόταν Συρακουσία και ο εφευρέτης του ήταν ο διασημότερος ίσως κάτοικος των Συρακουσών, ο Αρχιμήδης.
Τον 3ο αιώνα π.Χ. είχε αναπτυχθεί μεταξύ των ελληνιστικών κρατών και πόλεων ένας ανταγωνισμός σε διάφορους τεχνολογικούς τομείς, με σημαντικότερο αυτόν που αφορούσε τη ναυπήγηση όλο και μεγαλύτερων πλοίων. Βρισκόμαστε στον κόσμο μετά τους πολέμους και την εκστρατεία του Αλέξανδρου, όπου οι άνθρωποι συνήθως ευημερούν περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Όμως υπάρχουν και οι «πληγές». Ο Βασιλιάς των Συρακουσών, Ιέρων ο Β', ανεψιός του Αρχιμήδη, θέλησε να βοηθήσει τις πληγείσες από λιμό περιοχές της και της Αλεξάνδρειας. προμηθεύοντας τες με μεγάλες ποσότητες σιτηρών.
Όμως επειδή η απόσταση μεταξύ Συρακουσών και Αλεξάνδρειας ήταν μεγάλη αλλά και λόγω του «ανταγωνισμού» των Ελληνιστικών πόλεων. ο Ιέρωνας έδωσε εντολή να κατασκευαστεί ένα πλοίο το οποίο θα ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να χωρέσει αρκετά μεγάλες ποσότητες σιτηρών, όπως και να αμυνθεί σε περίπτωση πειρατικών επιθέσεων.
Αποτέλεσμα, ήταν να κατασκευαστεί και να ναυπηγηθεί ένα πλοίο εντυπωσιακό και μοναδικό για την εποχή εκείνη, το οποίο ήταν ταυτόχρονα εμπορικό, επιβατικό και πολεμικό. Η περίφημη «Συρακουσία», δηλαδή η κυρία των Συρακουσών. Είχε μήκος 75 μέτρων και κατασκευάστηκε περίπου το 240 π.Χ., με ναυπηγό τον Κορίνθιο Αρχία και επόπτη τον Αρχιμήδη.
«Στο πρώτο κατάστρωμα υπήρχαν οι αποθήκες εφοδιασμού και εμπορευμάτων, μια υδατοδεξαμενή, εκτροφείο ψαριών, στάβλοι για τα άλογα, φούρνοι, μύλοι, εργαστήρια, αντλιοστάσιο, κ.ά.» αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Μουσείου Κώστα Κοτσανά, ενός μουσείου που παρουσιάζει επιτεύγματα της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας. «Στο δεύτερο κατάστρωμα βρίσκονταν οι πολυτελέστατες κλίνες των επιβατών και των στελεχών του πληρώματος, μαγειρείο, γυμναστήριο, αίθουσα ψυχαγωγίας, βιβλιοθήκη, ατμόλουτρα, σκεπαστοί κήποι, διάδρομοι περιπάτου, καθώς και ένας ναός της Αφροδίτης.
Στο τρίτο κατάστρωμα, το ανώτερο, υπήρχαν περιμετρικά τείχη με επάλξεις και δεκάδες αμυντικά μηχανήματα, όπως 8 πύργοι, χελώνες, λιθοβόλοι γερανοί, σιδηρές χείρες, καταπέλτες, κ.ά. Περιμετρικά του πλοίου σιδηρά κιγκλιδώματα εμπόδιζαν την προσέγγιση εχθρικών πλοίων.»
Μαζί του έφερε μια μεγάλη κωπήλατη φορτηγίδα και πολλές λέμβους και ψαρόβαρκες. Για την κίνησή του διέθετε τρία ιστία και 20 σειρές από κουπιά στην κάθε πλευρά. Πραγματοποίησε ένα και μοναδικό ταξίδι μεταφέροντας σιτηρά από τις Συρακούσες στην Αλεξάνδρεια, και δωρήθηκε στον Πτολεμαίο Γ΄ τον Ευεργέτη. Η πιθανότερη αιτία για το ότι η Συρακουσία χρησιμοποιήθηκε μόνο μία φορά, είναι ότι λόγω του μεγέθους της δύσκολα χωρούσε σε ελληνικά λιμάνια. Μόλις μια δεκαετία αργότερα, ο Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ (221-205 π.Χ.) κατασκεύασε ένα παρόμοιο πλοίο (τύπου καταμαράν) σχεδόν διπλάσιου μεγέθους (περίπου 130 m) με δύο κύτη, τη λεγόμενη τεσσαρακοντήρη. Η τεχνολογία της Συρακουσίας και των γιγάντιων πλοίων των Πτολεμαίων απωλέσθηκε και επανεμφανίστηκε στον δυτικό πολιτισμό μετά από 1500 χρόνια. (Αντίγραφο του πλοίου μπορεί να δει κάποιος στο συγκεκριμένο μουσείο).
Για να κατασκευαστεί αυτό το πλούσιο κρουαζιερόπλοιο της αρχαιότητας, ο Ιέρων Β αποψίλωσε τα δάση της Αίτνας. Υπολογίζεται πως με την ίδια ποσότητα ξυλείας που χρησιμοποιήθηκε για ένα τέτοιο πλοίο, θα μπορούσαν να είχαν κατασκευαστεί 69 τριήρεις. Πίσσα και κάνναβη από το Ροδανό ποταμό και μεγάλες ποσότητες από λευκαία, ένα είδος φυτού που μεταφέρθηκε από την Ιβηρία, συμπλήρωναν τα υλικά κατασκευής του
Η Συρακουσία καθελκύστηκε ημιτελής, με τη βοήθεια του κοχλία του Αρχιμήδη, που είχε τη δυνατότητα να ανεβάσει το νερό αποτελεσματικά. Ήταν το μεγαλύτερο πλοίο της αρχαιότητας που έπλευσε στην ανοιχτή θάλασσα. Με σημερινά δεδομένα, είχε εκτόπισμα μεγαλύτερο από 4.500 τόνους και η κατασκευή του κράτησε 1 έτος. Τη μοναδική περιγραφή του έγραψε ο Μοσχίων, του οποίου το έργο έχει χαθεί, αλλά υπάρχει μια εκτεταμένη περίληψη που συμπεριέλαβε ο Αθηναίος στο έργο του «Δειπνοσοφισταί».