Ο παγκόσμιος συναγερμός, οι φόβοι για εξάπλωση, πού διαφέρει από τις άλλες
Μετάλλαξη «Δ»

Ο παγκόσμιος συναγερμός, οι φόβοι για εξάπλωση, πού διαφέρει από τις άλλες

Με τα ταυτοποιημένα κρούσματα της μετάλλαξης «Δ» στην Ελλάδα να ανέρχονται σε 29, εκ των οποίων το 50% έχει εντοπιστεί στο νησί της Κρήτης και το στέλεχος αυτό -το λεγόμενο ινδικό στέλεχος -να σαρώνει όλη την Ευρώπη,  ο προβληματισμός των ειδικών μονοπωλείται από την επέλαση της νέας μετάλλαξης, επισκιάζοντας όλες τις άλλες εξελίξεις στο μέτωπο του κορονοϊού.

Γιατί όμως έχει προκληθεί αυτή η παγκόσμια αναστάτωση μεσούσης της θερινής σεζόν για το στέλεχος «Δ», που δεν είχε προκληθεί με την εμφάνιση άλλων μεταλλάξεων; Όπως είναι το νοτιοαφρικανικό, το βραζιλιάνικο και το βρετανικό που κυριάρχησε κατά το δεύτερο και το τρίτο κύμα της πανδημίας και που τώρα παραδίδει τη… σκυτάλη στο ινδικό στέλεχος, το οποίο αναμένεται να κυριαρχήσει παγκοσμίως και στην Ελλάδα μέχρι τον Αύγουστο…

Η παγκόσμια κινητοποίηση και η ανάγκη για γρήγορη ταυτοποίηση και ακόμα πιο γρήγορη ιχνηλάτηση των θετικών κρουσμάτων που φυσικά και θα εισαχθούν στην χώρα, αφού έχουμε τα σύνορα ανοιχτά και είναι κατακαλόκαιρο χρησιμοποιείται (και) επικοινωνιακά σαν εκστρατεία ευαισθητοποίησης, σαν προληπτική δράση, ώστε να μη βρεθούμε μπροστά σε δυσάρεστες εξελίξεις στη χειρότερη δυνατή εποχή. Στον κατεξοχήν καλοκαιρινό μήνα, τον Αύγουστο, που από μόνη της η διάθεση όλων για χαλάρωση, αλλά και η «κοιλιά» που αναμένεται να κάνουν οι εμβολιασμοί λόγω των διακοπών και της περίφημης «θερινής ραστώνης» δεν βοηθούν στην απόλυτη εγρήγορση.

Με τη βοήθεια των ειδικών χαρτογραφούμε εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαθέτει το στέλεχος «Δ» και που το κάνουν να διαφοροποιείται από τα προηγούμενα, καθώς φέρνουμε στη μνήμη μας τα λόγια του αναπληρωτή καθηγητή επιδημιολογίας ΕΚΠΑ Δημήτρη Παρασκευή πως αν κάναμε ένα crash-test σε όλα τα στελέχη που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα στην Ευρώπη, με διαφορά αυτό που είναι πιο «κακό» είναι το νοτιαφρικανικό.

Ωστόσο, πέρα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μετάλλαξης «Δ» είναι και η συγκυρία κατά την οποία διασπείρεται με ταχύτητα στην Ευρώπη, η οποία δημιουργεί κάποιες προϋποθέσεις που εγκυμονούν κινδύνους, να τιναχτούν στον αέρα όσα έχουμε χτίσει βήμα-βήμα με την πρόοδο των εμβολιασμών.

Όπως εξηγεί η καθηγήτρια παιδιατρικής – λοιμωξιολόγος Ιωάννα Παυλόπουλου από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, το στέλεχος «Δ» είναι περίπου 50% έως 60% πιο μεταδοτικό από τη βρετανική μετάλλαξη, η οποία ήταν σαφώς μεταδοτικότερη του αρχικού στέλεχος που μας ήρθε από την Γουχάν και αυτό που ήδη έχει διαπιστωθεί είναι πως προσβάλλει περισσότερο τους νέους, οι οποίοι αυτή τη στιγμή αποτελούν μία ομάδα μεγάλης κινητοποίησης ενόψει και των διακοπών και της κατάργησης των περιοριστικών μέτρων. Επίσης, όπως εξηγεί η καθηγήτρια Ιωάννα Παυλόπουλου, έχει διαπιστωθεί πως η ινδική μετάλλαξη προσβάλλει περισσότερο τα ανεμβολίαστα άτομα και μπορεί να προσβάλλει τους ανθρώπους που δεν έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό λόγω της μειωμένης παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων.

Όπως αναφέρει από την άλλη όχθη του ατλαντικού ο Γιώργος Παυλάκης, επικεφαλής ερευνητής του Εθνικού Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο των ΗΠΑ, δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί το κατά πόσο το στέλεχος «Δ» σχετίζεται με βαρύτερη νόσηση, ωστόσο ακριβώς επειδή προσβάλλει τους μη εμβολιασμένους και τους ημι- εμβολιασμένους και μπορεί να προσβάλλει και όλους όσοι έχουν ανοσοκαταστολή και εμβολιάστηκαν αλλά δεν θωρακίζονται επαρκώς, υπάρχει πρόσφορο «έδαφος» για τη διασπορά του στον κόσμο και φυσικά στην Ελλάδα.

Ας δούμε λίγο τα στοιχεία  στην Ελλάδα και πώς διαμορφώνεται το «έδαφος» στην  πατρίδα μας την δεδομένη χρονική συγκυρία, αν δηλαδή είναι πρόσφορο ή όχι. Τον εμβολιασμό τους έχουν ολοκληρώσει 3.390.060 εκατομμύρια πολιτών ενώ άλλα 4.641.889 έχει πραγματοποιήσει  την μία δόση.

Δηλαδή περίπου το 33% του πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένο, ποσοστό ακόμα χαμηλό σε σύγκριση με το τείχος ανοσίας που πρέπει να σηκωθεί πάνω από το 70%, ενώ στις μεγάλες ηλικίες παραμένει ένα ποσοστό περίπου 30% που δεν είναι εμβολιασμένοι. Το ποσοστό αυτό στους άνω των 60 ετών μειώνεται με βασανιστικά αργούς ρυθμούς.

Οι «αρνητές» αποτελούν πονοκέφαλο για τους επικεφαλής στα θέματα της δημόσιας υγείας, ενώ υπάρχει και μισό εκατομμύριο περίπου ανθρώπων οι οποίοι έχουνε κάνει την πρώτη δόση με το εμβόλιο της Αstra Zeneca και μένει να κάνουν σε διάστημα από δύο έως και τρεις μήνες την δεύτερη δόση.

Εδώ λοιπόν πλανάται ένα ερωτηματικό κατά πόσο κάποια άτομα από αυτήν την δεξαμενή πληθυσμού λόγω των συγκυριών, των όσων ακούνε, του φόβου για τις θρομβώσεις, δεν πραγματοποιήσουν τη δεύτερη δόση.

Το πάθημα της Μ. Βρετανίας όπου ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον αποφάσισε να διαθέσει όλα τα εμβόλια της Astra Zeneca, ώστε να εμβολιαστεί με μία δόση όσο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού γινόταν οδήγησε στο να είναι πρακτικά ανοχύρωτοι οι Βρετανοί στην επέλαση του στελέχους «Δ» και να παρουσιαστούν νέες εξάρσεις. Είναι παρόμοιο «πάθημα» με αυτό που συνέβη στις Σεϋχέλλες, το πιο εμβολιασμένο κράτος στον κόσμο, το οποίο χρησιμοποίησε δύο εμβόλια μειωμένης αποτελεσματικότητας για την ανοσοποίηση του πληθυσμού, το κινέζικο Sinovac και την ινδική εκδοχή του Astra Zeneca και μόλις άνοιξε για τον τουρισμό, βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα νέο «κύμα» της Covid. Αυτό ακριβώς δεν θέλει με τίποτα να συμβεί η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, δηλαδή λόγω των αντιφατικών μηνυμάτων, της πολυφωνίας και του φόβου που έχει δημιουργηθεί στον κόσμο για τις σπάνιες παρενέργειες από το εμβόλιο της Αstra Ζeneca, να αποφύγει να κάνει τη δεύτερη δόση ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα βαδίζαμε στα βήματα των Βρετανών και έχουμε δει που οδηγεί αυτή η διαδρομή.

Επίσης είναι γνωστό πως αρκετά άτομα τα οποία έχουν κάνει το πρώτο εμβόλιο της Αstra Ζeneca αναζητούν τρόπους να εμβολιαστούν με mRNA εμβόλια. Η πρακτική αυτή του «mix and match», η οποία ενδείκνυται ανώτερα βία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν υπάρχει δηλαδή ιστορικό εκείνης της σπάνιας θρόμβωσης που καταγράφηκε μετά από εμβολιασμό με τα εμβόλια ιικού φορέα ή όταν υπάρχουν άλλες θρομβώσεις, μπορεί ο γιατρός να μπει στο σύστημα και να κάνει την αλλαγή.

Ωστόσο, δεν φεύγει από το μυαλό των πολιτών η γενική οδηγία της καθηγήτριας παιδιατρικής – λοιμωξιολογίας, Μαρίας Θεοδωρίδου, προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, ότι αυτή η πρακτική εφαρμόζεται για πρώτη φορά, δεν είναι κάτι το εγκεκριμένο και δεν γνωρίζουμε επακριβώς τα αποτελέσματα της.

Είναι λοιπόν πιθανό κάτω από όλες αυτές εξελίξεις να υπάρξουν άνθρωποι που θα μείνουν ημι-εμβολιασμένοι ενώ είναι επίσης πιθανό να υπάρξει μικρή μερίδα του κόσμου που θα θεωρήσει ότι αφού έρχεται ένα στέλεχος που καθιστά τα υπάρχοντα εμβόλια λιγότερο αποτελεσματικά, γιατί να εμβολιαστούν τώρα και να μην περιμένουν τα εμβόλια δεύτερης γενιάς…