Ο μύθος της αρχαίας Μήδειας

Ο μύθος της αρχαίας Μήδειας

Κατηγορείται ότι σκότωσε το παιδί της η γυναίκα από την Πάτρα, πώς αλλιώς θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς παρά σύγχρονη Μήδεια; Κι όμως, πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Εν πρώτοις, παρέλκει το «σύγχρονη». Δεν είναι δυνατόν να αναστηθεί η αρχαία εκείνη, και να σκοτώσει το παιδί μιας άλλης. Αφήστε που ήταν μυθικό και όχι υπαρκτό πρόσωπο η «βάρβαρη» απ’ την Κολχίδα. Κατά δεύτερον, η «Μήδεια» ήταν μια μάνα που πολύ βασανίστηκε πριν προβεί στην παιδοκτονία, όπως μας την παραδίδει ο Ευριπίδης, βεβαίως. Δεν αθωώνεται, αλλά ακόμα και ο ποιητής της αναγνωρίζει ελαφρυντικά.

«Δύο φορές βάρβαρη η Μήδεια, από καταγωγή και από έρωτα» έχει γράψει ο Γιώργος Χειμωνάς, ο οποίος έκανε μια απαράμιλλη μετάφραση της τραγωδίας. Είναι μια ατιμασμένη, αφού ο Ιάσωνας, με τον οποίο έκανε δυο παιδιά, θέλει τώρα να παντρευτεί τη Γλαύκη, κόρη του Κρέοντα. Ο Κρέων, την προστάζει να φύγει. Κι εκείνη, τρελαίνεται.

Μέχρι τώρα, έχει διαπράξει εγκλήματα και δεν έχει εξαγνιστεί (φόνος του αδερφού της Άψυρτου, φόνος του σφετεριστή του θρόνου της Ιωλκού και θείου του Ιάσωνα Πελία). Αλλά και έχει βοηθήσει, με τις γνώσεις της για τα βότανα, τους ανθρώπους. Μακριά από την πατρίδα της, όπως και από την πατρίδα του Ιάσωνα, την Ιωλκό, ζει στην Κόρινθο μαζί του. Τώρα, την εξορίζουν και από εκεί. Η ξένη η φαρμακεύτρια, πρέπει να εξαφανιστεί, να μην μπορεί να κάνει κακό στο νέο ζευγάρι.

Ο Αθανάσιος Γεωργιλάς, γράφει για την τραγική ηρωίδα:

«Η Μήδεια στερήθηκε από τους άνδρες το έλεος και τη δικαιοσύνη. Ως γυναίκα είναι αναγκασμένη, και έτσι αναμένεται από όλους, να μην φέρει αντίρρηση και ας την αδικούνε (στ 313-314). Η Μήδεια, απελπιστικά μόνη και προδομένη, βρίσκεται ξένη σε ένα αφιλόξενο τόπο χωρίς να την στέργει κανείς εκτός από τις Κορίνθιες γυναίκες του χορού. Αλλά και αυτές ως γυναίκες και Ελληνίδες είναι αδύναμα πλάσματα, ανίσχυρες να πράξουν αντίθετα στους άνδρες και δεν μπορούν να την βοηθήσουν εκτός από το να της εκφράζουν την συμπάθεια τους. Παντών δ’ ὅσ’ ἔστ’ ἔμψυχα και γνώμην ἔχει γυναῖκες ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν (στ. 230), «από όσα έχουν ψυχή και νου, οι γυναίκες είμαστε το πιο δυστυχισμένο πλάσμα», λέει η Μήδεια καθώς απευθύνεται στο χορό. Αλλά στην πραγματικότητα η Μήδεια μόνο αδύναμη δεν είναι. Η γυναικεία φύση της δεν αποτελεί για αυτήν αιτία αδυναμίας όπως συμβαίνει με τις άλλες γυναίκες του «πολιτισμένου» κόσμου των Ελλήνων, αλλά την θηλυκή δύναμη του έρωτα και θα ξεσπάσει με αμείλικτη οργή απέναντι στον τύραννο Κρέοντα και τον παγκάκιστο (στ. 464) και κάκιστ’ ἀνδρῶν (στ. 488) Ιάσονα. Το συναίσθημα της, ο θυμός της βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την λογική. Από εδώ και πέρα οι ψυχικές τις μεταστροφές θα είναι αλλεπάλληλες.»

Φοβάται τι θα γίνουν τα παιδιά της αν τα αφήσει πίσω. Φοβάται μήπως κάποιοι επιβουλευτούν τη ζωή τους. Αναρωτιέται, πώς θα ζήσουν καταφρονεμένα και μόνα; Και αποφασίζει, ύστερα από μεγάλη εσωτερική διαπάλη: «ἡμεῖς κτενοῦμεν, οἳπερ ἐξεφύσαμεν». Εγώ θα σκοτώσω αυτό στο οποίο έδωσα ζωή. Παρόλο που γνωρίζει τον τρομερό χαρακτήρα της πράξης της, ο θυμός της είναι μεγαλύτερος από την βούληση της, αυτή είναι η μέγιστη αιτία που γεννά τα δεινά στους θνητούς. 

Η Μήδεια δεν σκότωσε για να κάνει τον Ιάσωνα να επιστρέψει σε εκείνην. Δεν σκότωσε μόνο για να τον εκδικηθεί. Έργο επαναστατικό, υψηλού συμβολισμού, έργο μύησης στα μύχια της ανθρώπινης φύσης, προτού αυτή οριοθετηθεί από τον «πολιτισμό», η Μήδεια είναι η ίδια η θεά Φύση, η οποία γίνεται Νόμος απέναντι στην ύβρι, γίνεται Νέμεσις και απαντά. Το ακραίο πάθος που οδηγεί στη θέωση. Η αιώνια ένωση του Άντρα και της Γυναίκας με τα δεσμά της αγάπης ή της απώλειας. Ένας σκοτεινός ύμνος στον βάρβαρο θεό Έρωτα. Ένα κείμενο αναμετρήσεων.

Ο Ιάσονας δεν παρουσιάζεται τόσο τραγικός. Προσπαθεί να υπερασπιστεί το δίκιο του, πλην δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά. Πριν από μερικούς μήνες είχαμε κατά τύχην συνομιλήσει με τον σκηνοθέτη- ηθοποιό Δημήτρη Γεωργαλά και με τη Τζούλη Σούμα, για μια εξαιρετική παράσταση της Μήδειας που είχε ανεβεί στο Μπάγκειον. Οι απαντήσεις τους είναι σημαντικές.

«Κάθε ηθοποιός που ερμηνεύει τον Ιάσωνα πρέπει να βρει έναν τρόπο να υπερασπίζεται το δίκιο του» είχε πει ο Δημήτρης Γεωργαλάς. «Να κάνει την Μήδεια έστω και για μια στιγμή να αναρωτηθεί μήπως κάτι της έχει ξεφύγει και δεν έχει καταλάβει τις προθέσεις του. Αν της αντιπαραθέσεις έναν Ιάσωνα μονοδιάστατο, δεν της δημιουργείς καμία αμφιβολία και τότε η παράσταση είναι δεδομένη από την αρχή.

Οι ρόλοι αυτού του έργου δεν παίζουν με συναισθήματα ( άλλωστε η τραγωδία δεν είναι συναισθηματικό είδος ) αλλά με διάνοιες. Η Μήδεια δικαιώνεται από τον ίδιο τον ποιητή και αυτό είναι προκαθορισμένο, έχει όμως ενδιαφέρον σε κάθε ανέβασμα να προσπαθείς να ανατρέψεις το προκαθορισμένο, να το πολεμήσεις. Αν πετύχει αυτό (πολύ δύσκολο στ’ αλήθεια) τότε ίσως μπορέσουμε να μιλήσουμε για μια αποκάλυψη, για μια μικρή μετατόπιση μέσα μας. Όχι δεν είμαι υπέρ του Ιάσωνα, δεν έχει δίκιο, αλλά νοιώθω την αγωνία του να μας πείσει για τα ελαφρυντικά του, τους λόγους του. Η Μήδεια είναι ένα υπερβατικό πρόσωπο κι αυτό δεν ανατρέπεται , ο Ιάσωνας όμως πρέπει να παλέψει σαν γενναίος πολεμιστής κι όχι σαν απατεώνας για να πάρει κι αυτός την δικαίωση που του αξίζει στο τέλος»

Η Μήδεια, για την πρωταγωνίστρια της παράστασης ήταν ένα σύμβολο, μία γοητευτική προσωπικότητα, η οποία περιλαμβάνει πάρα πολλά στοιχεία, τη μητρικότητα, την εγκληματικότητα, ένα σύμβολο έρωτα, αγάπης, στοργής, το αρχέτυπο της γυναίκας.

«Είναι η εγγονή του Ήλιου» είχε τονίσει η Τζούλη Σούμα, «και δε πρέπει να ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας τη περιβάλλει με ένα περιτύλιγμα θεότητας. Βεβαίως, ο Ευριπίδης τη παρουσιάζει ως βάρβαρη γιατί έρχεται από την Ανατολή, έχοντας διαπράξει φρικτά εγκλήματα για τον έρωτά της, πρόσφυγας, ξένη, και μάλιστα το αναφέρει πάρα πολλές φορές στο κείμενο. Συνεπώς, στη δική μας παράσταση, η Μήδεια έχει διαστάσεις του πρόσφυγα, όπως ιδανικά μεταφράζει και ο Γιώργος Χειμωνάς. Έχει έρθει για τον έρωτά της σε ξένη χώρα, υπάρχει μάλιστα ακριβής αναφορά στο κείμενο που λέει στο χoρό:

‘Γιατί στα λέω αυτά; Εσύ είσαι στη χώρα σου, στο σπίτι του πατέρα σου, και ζεις με αγαπημένους. Εγώ είμαι έρημη έχασα τη πατρίδα μου’».

Η Μήδεια έχει πολλές αναφορές στο «σήμερα». «Η προδοσία του Ιάσωνα είναι κάτι το οποίο συμβαίνει συνεχώς» σύμφωνα με την
Τζούλη Σούμα. «Όλοι ενδεχομένως μπορούμε να προδώσουμε για την αγάπη, ας μην το εστιάσουμε στο φύλο.»
Υπάρχει η αγωνία της μάνας για την προσφυγιά, την ξενιτιά, όταν η Μήδεια «ζητάει να της χαρίσει ο Κρέοντας μία ημέρα, εκλιπαρεί για να προσπαθήσει να βρει χρόνο, να δει πώς θα καταφέρει να φύγει από τη χώρα με κάθε τρόπο. Πάρα πολλές φορές μέσα στο κείμενο, ο Ευριπίδης αναφέρει τη λέξη «πρόσφυγας», «ξένος», το αναφέρει η τροφός, ο χορός, ο παιδαγωγός, η ίδια, βεβαίως, η Μήδεια».

Όπως προαναφέραμε, κανένα έγκλημα δεν θα παύσει ποτέ να είναι έγκλημα. Ο Ευριπίδης το είπε με μοναδικό τρόπο και ο αξέχαστος Γιώργος Χειμωνάς το μετέφερε στα νέα ελληνικά εξίσου μοναδικά:

Με ανέλπιστα και φοβερά πράγματα
Οι Θεοί υφαίνουν τη ζωή μας

Εκείνα που ήταν να γίνουν
Δεν έγιναν ποτέ
Κι αυτά που γίνονται
Δεν ήταν να γίνουν
Σιωπή
Σιωπή