Οι βαρυσήμαντες γερμανικές εκλογές που θα αποτελέσουν το τέλος της 16ετους διακυβέρνησης της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης από την καγκελάριο Angela Merkel απέχουν λιγότερο από ένα μήνα και με δεδομένο ότι η έκβαση τους στις 26 Σεπτεμβρίου δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη, θα αρχίσουν να απασχολούν τις αγορές.
Αυτή την εβδομάδα, το κεντροαριστερό κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) στη Γερμανία πέρασε μπροστά στις δημοσκοπήσεις από το συντηρητικό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) της Merkel για πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια.
Παράλληλα, η αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα της κάλπης έχει αυξηθεί καθώς το κόμμα των Πρασίνων, που πρόσφατα οι δημοσκοπήσεις το ήθελαν να ηγείται ενός συνασπισμού με το μπλόκο των CDU/CSU, χάνει τώρα έδαφος ενώ η δημοτικότητα του ηγέτη του CDU Αrmin Laschet έχει κάνει βουτιά.
Οπως έχουν τα πράγματα το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών μπορεί να οδηγήσει σε ένα κυβερνητικό συνασπισμό τύπου ‘Τζαμάικα’ που θα περιλαμβάνει τα κόμματα CDU/CSU, τους Πράσινους και το κόμμα των φίλα κείμενων προς τον επιχειρηματικό κόσμο Ελεύθερων Δημοκρατών (FPD).
Διαφορετικά η μεγαλύτερη οικονομία της ζώνης του ευρώ ενδεχομένως να κυβερνηθεί από ένα συνασπισμό τύπου ‘φωτεινού σηματοδότη’ στον οποίο θα ηγείται το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών του τωρινού υπουργού Οικονομικών Olaf Scholz συνεργαζόμενο με τους Πράσινους και το FDP των Ελεύθερων Δημοκρατών.
Τα προσωνύμια αναφέρονται στα χρώματα των κομμάτων – μαύρο για το μπλόκο CDU/CSU, κίτρινο για το FDP, πράσινο για τους Πράσινους και κόκκινο για το SPD.
Οι γερμανικές εκλογές σπάνια προκαλούν αναταράξεις στις αγορές αλλά αυτή τη φορά το εύρος των πιθανών αποτελεσμάτων της κάλπης είναι μεγαλύτερο από ότι στο παρελθόν, εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Holger Schmieding, θεωρώντας την κλίση προς το SPD μια μέτριου βαθμού αρνητική εξέλιξη για τις αγορές καθώς αυξάνει τον κίνδυνο μιας παρατεταμένης αβεβαιότητας.
«Για πρώτη φορά φέτος οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένας συνασπισμός των CDU/CSU με τους Πράσινους δεν θα καταφέρει μια πλειοψηφία στη βυυλή, υστερώντας όχι πολύ όμως", εκτιμά ο Schmieding.
Ποιές θα μπορούσαν να είναι οι πιθανές επιπτώσεις όσον αφορά στις αγορές;
Τέλος της λιτότητας;
Η κρίση της πανδημίας COVID-19 ανάγκασε τη Γερμανία να αντιστρέψει τον δημοσιονομικό της συντηρητισμό και αρχικά η προσοχή ήταν στραμμένη στους Πράσινους και στο αν το κόμμα τους θα έδινε στην αλλαγή αυτή διατηρήσιμο χαρακτήρα καθώς ηγείτο στις δημοσκοπήσεις.
Οι Πράσινοι έχουν υποσχεθεί οτι θα αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες όπως και μεταρρυθμίσεις όσον αφορά στην οροφή του δημοσίου χρέους που περιορίζει τον ομοσπονδιακό δανεισμό στο 0,35% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την DWS, σε γενικές γραμμές στα περισσότερα κόμματα υπάρχει η τάση να δοθεί στη μελλοντική κυβέρνηση μεγαλύτερο περιθώριο δημοσιονομικής ευελιξίας.
Μεγαλύτερες δαπάνες και υψηλότερος κρατικός δανεισμός πιθανότατα θα ανέβαζαν τις ομολογιακές αποδόσεις ενώ παράλληλα θα βελτίωναν τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και κατά συνέπεια θα ενίσχυαν το ευρώ στη διεθνή αγορά συναλλάγματος.
Ομως το CDU και το FDP που σχεδόν βέβαια θα συμμετέχουν στον όποιο συνασπισμό προκύψει θέλουν να διατηρήσουν το φρένο όσον αφορά στον κρατικό δανεισμό.
Σύμφωνα με αναλυτές της Saxo Bank, υπάρχει 70% πιθανότητα το μπλόκο των CDU-CSU να είναι κομμάτι του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, που σημαίνει οτι οι αγορές δεν πρέπει να περιμένουν σημαντικές αλλαγές όσον αφορά στη δημοσιονομική πολιτική και τις δαπάνες.
Το να αποσυρθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο φρένο στο δημόσιο χρέος επίσης θεωρείται απίθανο καθώς αυτό θα απαιτούσε βουλευτική πλειοψηφία των δύο τρίτων. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά οτι οι ομολογιακές αποδόσεις θα πέσουν. Μερικοί στο μπλόκο των κομμάτων CDU/CSU είναι ανοιχτοί στις πρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες με το φρένο στο δημόσιο χρέος σε ισχύ.
Αυτό το ενδεχόμενο θα μπορούσε να καταλήξει σε πρόσθετες δαπάνες ύψους 100 δις ευρώ για επενδύσεις στις υποδομές και το περιβάλλον, ποσό ισοδύναμο με περίπου το 3% του ΑΕΠ του 2019, εκτιμά η ΙΝG.
Ρυθμιστικοί κίνδυνοι;
Ένας συνασπισμός των Πρασίνων με το SPD θα αύξανε το ρίσκο σφιχτότερων ρυθμίσεων στο 20% από 15% σύμφωνα με την Berenberg. Περισσότερες ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στέγης δεν θα είχαν σημαντική επίπτωση στον επιχειρηματικό κύκλο βραχυπρόθεσμα αλλά θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε κάποιου βαθμού τροχοπέδη στην ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας μακροπρόθεσμα.
Oι αναλυτές στην Goldman Sachs εκτιμούν ότι ένας αριστερά κλίνων συνασπισμός θα ανέβαζε τις ομολογιακές αποδόσεις κατά 10 μονάδες βάσης.
Συνασπισμός που θα περιλάμβανε τους Πράσινους και το SPD ενδεχομένως να μίκραινε το spread ανάμεσα στο κόστος δανεισμού της Γερμανίας και άλλων πιο αδύναμων οικονομιών της ευρωζώνης καθώς τα δύο αυτά κόμματα είναι υπέρ της περαιτέρω ενοποίησης της Ευρώπης.
Αντίθετα, το FDP και το CDU δεν υποστηρίζουν τη δημοσιονομική ένωση της ευρωζώνης και επιθυμούν μια επιστροφή σε πιο αυστηρούς κανόνες όσον αφορά στους προϋπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι πολιτικές για το κλίμα αποτελούν προτεραιότητα για όλα τα πολιτικά κόμματα αλλά σύμφωνα με τη Deutsche Bank υπάρχει διαφοροποίηση στο πως θα επιτευχθούν οι στόχοι.
Στο CDU και στο FDP η έμφαση δίνεται στα εργαλεία της αγοράς και τις λύσεις που μπορεί να προσφέρει η τεχνολογία ενώ οι Πράσινοι θέλουν περισσότερες ρυθμίσεις, όπως αύξηση των φόρων στις εκπομπές αερίων, μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 70% και επίτευξη του στόχου για 100% ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, οι Πράσινοι και το FDP είναι υπέρ μιας σκληρότερης προσέγγισης προς την Κίνα και τη Ρωσία και υπάρχουν ενδείξεις ότι και ο αρχηγός του CDU κινείται προς την κατεύθυνση αυτή.