Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες για περισσότερα από δέκα χρόνια αντιμετωπίζουν σοβαρές κρίσεις. Αυτή η μακρόσυρτη πορεία ανασφάλειας έχει οδηγήσει σε μία εντεινόμενη συνθήκη πόλωσης. Ο διχασμός, ο λαϊκισμός, η ανάδυση αυταρχικών ηγεσιών και ο μισαλλόδοξος λόγος λειτουργούν ως καταλύτες εμβάθυνσης της πόλωσης. Όλη αυτή η διαδικασία αναπτύσσεται μέσα σε ένα θολό επικοινωνιακό περιβάλλον, όπου κυριαρχούν η παραπληροφόρηση, τα fake news και οι θεωρίες συνομωσίας.
Οι μνήμες από την έξαρση της πόλωσης, της βίας και της αντισυστημικής ριζοσπαστικοποίησης στην Ελλάδα της κρίσης είναι ακόμη νωπές.
Η πανδημία λειτούργησε σαν ένας μεγεθυντικός φακός φέρνοντας στο προσκήνιο όλο αυτό το πολωτικό υπόβαθρο. Οι μετά- παραδοσιακές διαιρέσεις (έχουμε φύγει εδώ και χρόνια από τις παραδοσιακές διαιρέσεις), άλλαξαν ξανά, με αποτέλεσμα να δούμε για μία ακόμη φορά, έστω και τροποποιημένα, αυτό που στην Ελλάδα συνηθίζουμε να αποκαλούμε φαινόμενο των «δύο πλατειών». Με άλλα λόγια τη συνάντηση και τη διάδραση των δυο άκρων του α- πολιτικού φάσματος, σε μία ακόμη εκδοχή του αντισυστημισμού στον 21ο αιώνα, ο οποίος έχει στο στόχαστρο του νέες και παραδοσιακές εκδοχές των elites- του συστήματος.
Από κοινωνιολογικής και πολιτισμικής άποψης πρέπει να επισημανθεί και η ανάπτυξη μιας κουλτούρας βίας. Ένα σχήμα underdog, αλλά και mainstream αναπαραστάσεων και εικονολογίας της βίας, η οποία διαπερνά όλο το φάσμα της φαντασιακής παραγωγής και της καθημερινής pop κουλτούρας. Η βία, από τη μία πλευρά, με όρους ριζοσπαστικοποίησης, έχει αναδειχθεί ως μέσο που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές ή κοινωνικές αλλαγές και να μεταβολίσει σε δράση τα παράπονα και από την άλλη προβάλλεται ως εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών ή απόκτησης ταυτότητας.
Η διάδραση των εξτρεμισμών δεν είναι όμως το σύνηθες φαινόμενο. Συνηθέστερος είναι ο λεγόμενος ανταγωνισμός των εξτρεμισμών. Η σύγκρουση του ενός άκρου με το άλλο που λειτουργεί αλλητροφοδοτικά και βαθαίνει την πόλωση. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης είδαμε το συγκρουσιακό δίπολο ισλαμιστικού και ακροδεξιού εξτρεμισμού. Στην Ελλάδα, με την μακρά παράδοση στην πολιτική βία, αυτός ο ανταγωνισμός εξελίσσεται σε διάφορες φάσεις μεταξύ ακροδεξιάς και αναρχικής/ ακροαριστερής βίαιης σκηνής.
Η δολοφονία του Άλκη Καμπανού οδήγησε την επικαιρότητα στη βία του χουλιγκανισμού και την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η βία των χούλιγκαν δεν είναι όμως η μόνη, ούτε και η πρώτη εκδοχή της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης που εξελίσσεται δυναμικά στη Θεσσαλονίκη τους τελευταίους μήνες. Οι δυναμικές της βίας έχουν φέρει την πόλη στο επίκεντρο. Βίαιες κινητοποιήσεις αντεμβολιαστών, ομάδες χούλιγκανς που συγκρούονται βίαια και θανάσιμα, καταλήψεις και βία στο ΑΠΘ, αλλά και σε επεισόδια που κυριαρχούν οι αναρχικές και οι ακροαριστερές ομάδες. Η βία και ο αντισυστημισμός και των δύο άκρων έχει περάσει σε πολλές κοινωνικές δραστηριότητες και αναπτύσσεται κυρίως σε Πανεπιστημιακούς χώρους και γήπεδα.
Δεν πρέπει όμως να κάνουμε εύκολες αναγνώσεις και γραμμικές συνδέσεις. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι ένας δυστοπικός βίαιος τόπος. Οι βίαιες μειοψηφίες κάνουν πάντα μεγαλύτερη φασαρία από το πραγματικό μέγεθος τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Η ριζοσπαστικοποίηση εμφανίζει ξανά αυξητικές τάσεις. Ο βίαιος εξτρεμισμός έχει διεισδύσει και ωσμωθεί με άλλους αντισυστημικούς χώρους και μορφές βίας και σε ορισμένες περιπτώσεις με το οργανωμένο έγκλημα. Σημαντικός αριθμός νέων ανθρώπων αναζητά εναλλακτικές μορφές ταυτότητας και τα παράπονα ενισχύουν τον αντισυστημισμό.
Χρειάζεται κατανόηση των διαστάσεων και του μεγέθους του προβλήματος και ανάπτυξη πρωτοβουλιών πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης και της βίας. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως η ριζοσπαστικοποίηση είναι ένα μονοπάτι που δεν οδηγεί γραμμικά στη βία. Η συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέρος ή αιτία του προβλήματος, άλλα ως συστατικό στοιχείο της λύσης.
* O Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι Δρ. Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και νέων απειλών και Επιστημονικός Συνεργάτης ΕΛΙΑΜΕΠ