Οι πρόεδροι των αεροπορικών εταιριών θα συζητήσουν ζητήματα που σχετίζονται με τα προβλήματα των αμερικανικών αεροδρομίων, αλλά και την αναβάθμιση των συστημάτων ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, κατά τη σημερινή συνάντηση που θα έχουν με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Donald Trump, σύμφωνα με δηλώσεις πηγών στο Reuters.
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται σε μία περίοδο έντασης για τις αεροπορικές εταιρίες στις ΗΠΑ μετά την ανησυχία που υπάρχει για τις εμπορικές συμφωνίες που εφαρμόζονται με ξένες αεροπορικές εταιρίες. Από την πλευρά του, ο Trump έχει εξαγγείλει την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών με άλλες χώρες, για τις οποίες θεωρεί ότι βλάπτουν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν στο Reuters ότι οι αεροπορικές εταιρίες αναμένουν την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ των πολιτών από επτά χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ζητήσουν την καλύτερη συνεργασία και το σχεδιασμό των κινήσεων με την αμερικανική κυβέρνηση, προκειμένου να προγραμματίσουν την εφαρμογή των μέτρων που θα κληθούν να εφαρμόσουν. Κατά τα πρώτα 24ωρα εφαρμογής της απαγόρευσης, οι εταιρίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την άμεση εφαρμογή των μέτρων, συντελώντας στο κλίμα σύγχυσης που επικράτησε στα αμερικανικά και διεθνή αεροδρόμια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ξένων εταιριών έγινε και αλλαγή της σύνθεσης των πληρωμάτων, ώστε να είναι δυνατή η είσοδός τους στις ΗΠΑ.
Για τη σημερινή συνάντηση έχουν προσκληθεί οι πρόεδροι των μεγαλύτερων αεροπορικών εταιριών στις ΗΠΑ, αλλά και οι διευθυντές αρκετών αμερικανικών αεροδρομίων, σύμφωνα με πηγές.
Ο πρόεδρος της αεροπορικής εταιρίας American Airlines Doug Parker, που έχει χαρακτηρίσει “διχαστικό” το προεδρικό διάταγμα του Trump, δε θα πάει στη συνάντηση, καθώς έχει μία διάσκεψη, την οποία οργανώνει η εταιρία του, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του, Matt Miller.
Οι πρόεδροι άλλων αεροπορικών εταιριών έχουν επίσης, εκφραστεί κατά της προσωρινής απαγόρευσης που προβλέπει το διάταγμα, τονίζοντας ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις τόσο για τις αεροπορικές εταιρίες, όσο και για τους εργαζομένους τους.
Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, ο Trump εξήγγειλε την αναβάθμιση των υποδομών στις ΗΠΑ, μέσω της υλοποίησης προγράμματος οικονομικού ύψους ενός τρισεκατομμυρίων δολαρίων, μέσα στην επόμενη δεκαετία. “Τα αεροδρόμια μας είναι όπως τα αεροδρόμια μιας χώρας του Τρίτου Κόσμου,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Trump σε τηλεοπτική συζήτηση, τον περασμένο Σεπτέμβριο. “Προσγειώνεσαι στα αμερικανικά αεροδρόμια κι έρχεσαι από το Ντουμπάι, το Κατάρ ή την Κίνα. Βλέπεις αυτά τα υπέροχα αεροδρόμια και μετά προσγειώνεσαι. Έχουμε γίνει μία χώρα του Τρίτου Κόσμου,” είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Trump.
Οι πρόεδροι των τριών μεγαλύτερων αμερικανικών αεροπορικών εταιριών, οι American Airlines Group Inc, United Continental Holdings Inc και Delta Air Lines Inc ασκούν πιέσεις στη νέα αμερικανική κυβέρνηση, προκειμένου ν'' αποχωρήσει από τις συμφωνίες για τους “Ανοιχτούς Ουρανούς” στις οποίες συμμετέχουν τρεις μεγάλες αεροπορικές εταιρίες από τη Μέση Ανατολή. Οι αμερικανικές εταιρίες, κατηγορούν τις αεροπορικές αυτές εταιρίες, ότι επιχορηγούνται από τις κυβερνήσεις τους. Πρόκειται για τις εταιρίες, Qatar, Etihad και Emirates, οι οποίες με τη σειρά τους, απορρίπτουν τις καταγγελίες.
Η κυβέρνηση Trump δεν έχει ακόμη λάβει αποφάσεις σχετικά με τις ανησυχίες των αεροπορικών εταιριών σε ζητήματα ανταγωνισμού. Δεν έχει επίσης, διευκρινιστεί εάν το ζήτημα αυτό θα συζητηθεί κατά τη σημερινή συνάντηση. Η σχετική απόφαση για τη συζήτησή του, αναμένεται να ληφθεί κατά την εξέλιξη της σημερινής συνάντησης, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου Sean Spicer.
“Ο πρόεδρος θέλει να συζητήσει για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Spicer στη διάρκεια της χθεσινής καθιερωμένης ενημέρωσης στο Λευκό Οίκο. Ωστόσο, δε, διευκρίνισε τα ονόματα των προέδρων των αεροπορικών εταιριών, που έχουν ανταποκριθεί στην πρόσκληση.
Από την άλλη μεριά, οι μικρότερες αμερικανικές αεροπορικές εταιρίες, JetBlue Airways Corp, Atlas Air Worldwide Holdings Inc και Hawaiian Holdings Inc, όπως επίσης και η αεροπορική εταιρία διακίνησης εμπορευμάτων, FedEx Corp, έχουν συνασπιστεί έναντι των μεγαλύτερων ανταγωνιστών τους..
Παράλληλα, ένα άλλο σημείο ενδιαφέροντος για τη σημερινή συνάντηση, είναι ένα προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε ο προηγούμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama, δίνοντας δικαιώματα πτήσης στην αεροπορική εταιρία, Norwegian Air International με τις αμερικανικές αεροπορικές εταιρίες και τις ενώσεις των εργαζομένων σε αυτές να εκφράζουν φόβους για μείωση των μισθών τους, αλλά και την υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας τους από την αναφερόμενη εταιρία. Αναφερόμενος χθες στο θέμα αυτό ο Spicer τόνισε ότι: “υπάρχει ένα μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον για τις ΗΠΑ από τη συμφωνία αυτή, κατά την τρέχουσα περίοδο,” δίνοντας έμφαση στη δημιουργία θέσεων εργασίας, από την Norwegian Air, αλλά και τη χρησιμοποίηση από το στόλο της αεροσκαφών που παράγει η Boeing Co.
Αναστολή νόμου γνωστοποίησης χρήσης ορυκτών από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Ο Donald Trump σχεδιάζει την έκδοση προεδρικής οδηγίας μέσω ενός αμφιλεγόμενου κανονισμού (Dodd-Frank law) για την αναστολή εφαρμογής του νόμου (Conflict Minerals rule) που υποχρεώνει τις εταιρίες να γνωστοποιούν την ταυτότητα των προϊόντων τους, αναφορικά με τη σύνθεση και χρήση “ύποπτων ορυκτών” από περιοχή της Αφρικής, που σπαράσσεται από πολεμικές συγκρούσεις.
Το Reuters δεν έχει πληροφορηθεί τον ακριβή χρόνο έκδοσης της προεδρικής οδηγίας ή την τελική μορφή της. Ωστόσο, ένα προσχέδιο έχει διαρρεύσει στην Ουάσιγκτον για το οποίο το Reuters έλαβε γνώση χθες. Το προσχέδιο αυτό, αναφέρει ότι η εφαρμογή του νόμου θα ανασταλεί για δύο χρόνια. Ωστόσο, η αυθεντικότητα του εγγράφου δεν έχει επιβεβαιωθεί. Οι πηγές που γνωστοποίησαν την ύπαρξή του, μίλησαν ανώνυμα καθώς δεν έχουν εξουσιοδοτηθεί επίσημα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει δικαιοδοσία (2010 Dodd-Frank law) να διατάξει την αρμόδια επιτροπή (U.S. Securities and Exchange Commission -SEC) για την προσωρινή αναστολή της υποχρέωσης των εταιριών να γνωστοποιούν στοιχεία προέλευσης ορυκτών για μία διετία, εάν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Ο αναφερόμενος νόμος εφαρμόστηκε μετά από πιέσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων, προκειμένου οι επενδυτές των εταιριών να γνωρίζουν εάν τα προϊόντα που παράγουν, περιέχουν ταντάλιο, κασσίτερο, χρυσό ή βολφράμιο, η εξόρυξη των οποίων έγινε από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ο νόμος επιβλήθηκε ώστε η δημοσιοποίηση της σύστασης των προϊόντων, να λειτουργεί αποτρεπτικά για τη χρηματοδότηση ένοπλων ομάδων.
Από την άλλη μεριά, επιχειρηματικοί όμιλοι στις ΗΠΑ ήταν αντίθετοι με την εφαρμογή του νόμου υποστηρίζοντας ότι ασκείται πίεση στις εταιρίες να δημοσιοποιήσουν πληροφορίες πολιτικού χαρακτήρα, οι οποίες δε σχετίζονται με την υλοποίηση επενδύσεων. Παράλληλα, οι ίδιοι όμιλοι υποστήριξαν ότι η εξακρίβωση από τις εταιρίες της πηγής των ορυκτών αυξάνει το λειτουργικό κόστος σε όλη την αλυσίδα παραγωγής των προϊόντων.
Στο προσχέδιο που διέρρευσε και έχει στην κατοχή του το Reuters, έχει ζητηθεί από τους υπουργούς Εξωτερικών και Οικονομικών των ΗΠΑ να προτείνουν την εφαρμογή σχεδίου για την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονται με την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και τη χρηματοδότηση ένοπλων ομάδων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, μέσα σε χρονικό διάστημα 180 ημερών.
Στο ίδιο προσχέδιο της προεδρικής οδηγίας, υπάρχει επιχειρηματολογία για την αναστολή εφαρμογής του νόμου, η εφαρμογή του οποίου βοήθησε στο ν'' αποτραπεί η αγορά ορυκτών από αμερικανικές εταιρίες, ενώ παράλληλα, “προκάλεσε την απώλεια θέσεων εργασίας.”
Παράλληλα, γνωστοποιείται ότι το οικονομικό κόστος από την εφαρμογή του νόμου, για τις εταιρίες καταγράφηκε μεταξύ 3 ή 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων με το ετήσιο οικονομικό κόστος να υπολογίζεται στα 200 εκατομμύρια δολάρια.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ