Εκτός από υγειονομική απειλή και μεγάλη πρόκληση που δοκίμασε τις αντοχές των νοσοκομείων και του υγειονομικού προσωπικού, η πανδημία αποτέλεσε και καταλύτη για την ψηφιακή μεταρρύθμιση του κράτους αλλά και για μία άλλη μεταρρύθμιση που έχει αργήσει δεκαετίες να γίνει. Πρόκειται για τη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος υγείας το οποίο εδώ και πολλά χρόνια ταλαιπωρούσε με τις δαιδαλώδης δομές του την έλλειψη οποιασδήποτε συνεργασίας και την τεράστια γραφειοκρατία του τους ασθενείς και φυσικά δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σημερινού πληθυσμού, στην δυναμική που έχουν αποκτήσει τα χρόνια νοσήματα και στο δημογραφικό πρόβλημα που χαρακτηρίζει την Ελλάδα.
Εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία εταιρείες από τον σύνδεσμο φαρμακευτικών επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) που έχουν βαριά νοσοκομειακά φάρμακα είχαν προβεί σε μία πιλοτική μελέτη για το πως θα έπρεπε να είναι διαρθρωμένο το εθνικό σύστημα υγείας και η πιλοτική μελέτη έδειχνε ότι θα έπρεπε να έχουμε μικρά και ευέλικτα τμήματα επειγόντων περιστατικών στην επικράτεια κοντά μάλιστα στις πολύ μεγάλες οδικές αρτηρίες τα οποία να είναι δορυφορικά διασυνδεδεμένα με τα μεγάλα νοσοκομεία.
Η μελέτη που είχε καταρτισθεί και είχε δοθεί στην τότε ηγεσία του αναγνώριζε το γεγονός ότι η γενική εφημερία για όλα ενός μεγάλου νοσοκομείου είναι ότι πιο κοστοβόρο υπάρχει για το σύστημα υγείας και θα πρέπει τα οξέα περιστατικά να καλύπτονται από τα επείγοντα των. ΤΕΠ ώστε να αποφορτίζεται η λειτουργία των μεγάλων νοσοκομείων.
Η μεταρρύθμιση αυτή που συζητιέται τα τελευταία 15 χρόνια έρχεται τώρα να γίνει πράξη με καταλύτη στην επιτάχυνση των διαδικασιών την πανδημία του κορονοϊού που θα μας οδηγήσει στο εθνικό σύστημα υγείας της νέας εποχής.
Σε αυτό λοιπόν το νέο εθνικό σύστημα υγείας θα εφαρμοστεί ακριβώς αυτή η λογική των τμημάτων επειγόντων περιστατικών που θα λειτουργούν μέσα σε νοσοκομεία σε συνεργασία με τα μεγάλα νοσοκομεία που θα είναι «κόμβοι» και αυτά τα τμήματα επειγόντων περιστατικών στις υπόλοιπες υγειονομικές δομές θα λειτουργούν διασυνδεδεμένα με μία λογική κόμβου και ακτίνας. Έτσι, τα περιστατικά που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε ένα ΤΕΠ νοσοκομείου ακτίνας θα μεταφέρονται στο νοσοκομείο κόμβος όπως είναι για παράδειγμα τα βαριά χειρουργικά περιστατικά ή ενα πολύ εξειδικευμένο χειρουργείο. Αυτά θα διακομίζονται από το νοσοκομείο ακτίνα στο νοσοκομείο κόμβος.
Παράλληλα θα υπάρξει εικοσιτετράωρη εφημερία των μεγάλων νοσοκομείων και διασύνδεση με το ΕΚΑΒ δηλαδή το εθνικό σύστημα υγείας θα κρατήσει το δίδαγμα της πανδημίας με το ΕΚΑΒ να είναι ο κεντρικός διαχειριστής ο οποίος θα διανέμει τα περιστατικά εκεί που πρέπει να πάνε.
Αυτό το μοντέλο διαχείρισης του ΕΚΑΒ λειτούργησε στην εποχή της πανδημίας ώστε να εντοπίζονται οι διαθέσιμες κλίνες COVID για τους ασθενείς. Αυτό το μοντέλο θα επεκταθεί για όλα τα περιστατικά που χρήζουν περίθαλψης ενώ θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον μεγάλο έλληνα ασθενή που είναι η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και η οποία σε όλο τον κόσμο λειτουργεί με τη λογική ενός gate keeper για να μην καταλήγουν όλα τα περιστατικά στα νοσοκομεία κάτι που φυσικά εκτοξεύει τις δαπάνες υγείας.
Για το πόσο ξεπερασμένο εως παλαιολιθικό με τα νέα δεδομένα είναι το σύστημα υγείας της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας περίθαλψης στην Ελλάδα έχει τοποθετηθεί και ο καθηγητής πολιτικής υγείας από το London school of economics Ηλίας Μοσιαλος περιγράφοντας με ακρίβεια τις παθογένειες ενός συστήματος που διαιωνίζονται από το 1985.
Όπως επισημαίνει από το Λονδίνο ο καθηγητής πολιτικής υγείας Ηλίας Μ;oσιαλος εκπρόσωπος της Ελλάδας στα διεθνή fora για την πανδημία, δεν έχουμε απλώς νοσοκομεία περασμένων δεκαετιών έχουμε νοσοκομεία περασμένου αιώνα με ελάχιστα δημόσια νοσοκομεία, το πολύ τρία, να μπορούν να ξεχωρίσουν για την επίδοσή τους και την αποδοτικότητα τους καθώς και ομάδες γιατρών με εξαιρετικούς συνεργάτες να δουλεύουν αποδοτικά μέσα σε νοσοκομεία που ωστόσο σαν δομές συνολικά δεν πιάνουν σε καμία περίπτωση την ίδια επίδοση.
Μάλιστα όπως τονίζει ο Ηλίας Μοσιαλος η αποδοτικότητα των μεγάλων νοσοκομείων είναι αρκετά κάτω του 50% κάτι που τα καθιστά μη αποδοτικά και πολύ κοστοβόρα ταυτόχρονα, με συνέπεια να απορροφούν ένα πολύ μεγάλο μέρος των δαπανών υγείας και να μην υπάρχει αντίκρισμα για τους ασφαλισμένους.