«Στον χώρο της γυμναστικής υπάρχουν 37 καταγγελίες κοριτσιών και οι φερόμενοι δράστες βρίσκονται αυτή την στιγμή σε θέσεις ευθύνης, στην ομοσπονδία, σε σχολεία, σε συλλόγους» δήλωσε η Σοφία Μπεκατώρου έναν χρόνο απ’ το ελληνικό #metoo, εξηγώντας ότι αυτό συμβαίνει διότι είναι παραγεγραμμένες κάποιες υποθέσεις.
Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα η Σοφία Μπεκατώρου εξέφρασε την απογοήτευσή της από τoν χώρο του αθλητισμού, εκτιμώντας ότι το ένα «πρόβλημα που έχουμε είναι της παραγραφής και ένα άλλο είναι η προσπάθεια ξεπλύματος των ανθρώπων αυτών».
«Δυστυχώς ξεκίνησαν τόσα πράγματα από τον χώρο του αθλητισμού, ο Λευτέρης Αυγενάκης βοήθησε με το νομοθετικό πλαίσιο, υπάρχουν πια ψυχολόγοι στις ομοσπονδίες, δεν σημαίνει όμως ότι ο κάθε προπονητής έχει περάσει από μια διαδικασία ψυχολογικής αξιολόγησης», συμπλήρωσε και τόνισε πως πρέπει να νιώθουμε ασφαλείς και για να διασφαλίσουμε την ακεραιότητα του χώρου μας πρέπει να υπάρχουν διαδικασίες.
«Εμένα με βοήθησε πάρα πολύ ο αθλητισμός να σταθώ στα πόδια μου να βρω έναν τρόπο να το αντιμετωπίσω και να που ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω και το κομμάτι αυτό, της βίας», σημείωσε.
Η Σοφία Μπεκατώρου μίλησε για την πρωτοβουλία που ανέπτυξε μαζί με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας, την διαδικτυακή πλατφόρμα menowmetoo.gr, όπου μπορεί οποιοσδήποτε να καταγγείλει, να καταθέσει την δική του εμπειρία έμφυλης βίας, διατηρώντας την ανωνυμία του.
«Ούτε είχα σαν σκοπό να σηκώσω κάποια σημαία ούτε να νιώσω ότι πρωτοστατώ σε κάτι. Η βία υπήρχε, υπάρχει και ελπίζουμε να μην υπάρχει στο μέλλον. Πάρα πολλά θύματα πλέον καταγγέλλουν, όχι γιατί πριν δεν υπήρχαν κακοποιήσεις και παρενοχλήσεις, αλλά διότι το περιβάλλον και οι συνθήκες δεν ευνοούσαν ώστε να μιλήσει κάποιος ανοιχτά. Το θύμα ένιωθε ότι φταίει», τόνισε η Σοφία Μπεκατώρου.
Η αθλήτρια επεσήμανε πως στην αρχή ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη να μπορέσει να αντιμετωπίσει την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη, καταγγέλλοντάς την και όχι συνεχίζοντας να ζει με αυτό.
«Από την άλλη, εφόσον δημιουργήθηκε μια δυναμική του #metoo, είμαι πάρα πολύ χαρούμενη, κυρίως επειδή δημιουργείται ένα κλίμα αλληλεγγύης στα θύματα. Εγώ το βλέπω σαν μια λαμπαδηδρομία, μεταφέρουμε μια φλόγα αλληλεγγύης από το ένα θύμα στο άλλο, το ένα δίνει δύναμη στο άλλο και συνεχίζει γιατί πρέπει κάποια στιγμή η κουλτούρα μας να δημιουργεί αίσθημα ενοχής στον θύτη και όχι στο θύμα».
Μιλώντας για την προσωπική της εμπειρία σημείωσε ότι «δεν θα πω ότι είναι εύκολο να φτάσει κάποιος στην καταγγελία, διότι δεν είναι, δεν έχουμε τις λύσεις σε όλα, καθώς δεν υπάρχουν οι δομές να βοηθήσουν. Υπάρχουν πολλές δυσκολίες και στους ξενώνες και στο πώς μπορεί να μια γυναίκα να πάει σε μια δημόσια δομή να εξασφαλίσει την υγεία της ή αν έχει παιδιά. Για παράδειγμα αν έχει αγόρι και είναι άνω των 12 δεν μπορεί να το πάρει μαζί της. Υπάρχουν πρακτικά ζητήματα που πρέπει να λυθούν» είπε η ίδια.