«Η συζήτηση για τη μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ στην Ελλάδα χρονολογείται από τη δεκαετία του '90» ανέφερε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στη Βουλή, απαντώντας σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του Κλέωνα Γρηγοριάδη, βουλευτή του ΜΕΡΑ25. Τότε δεν υπήρχε παράδειγμα, σήμερα όμως έχουμε το Μουσείο Ακρόπολης. «Δεν θέλω να πω ότι όλα εκεί είναι τέλεια» τόνισε η υπουργός. «Σε κάθε περίπτωση οι διεθνείς στατιστικές, οι διεθνείς κριτικές δείχνουν ότι ανταποκρίνεται με άριστο τρόπο στις απαιτήσεις του σύγχρονου κοινού, γι’ αυτό και έχει πολύ υψηλές βαθμολογίες σε όλες τις διεθνείς στατιστικές και επίσης ανταποκρίνεται πλήρως στον ερευνητικό και παιδευτικό του ρόλο.»
Μία από τις μεγάλες μάχες που έχει να δώσει στο επόμενο χρονικό διάστημα το υπουργείο Πολιτισμού, ξεκίνησε από τη Βουλή. Ας σημειώσουμε πως οι αντιρρήσεις και οι αντιδράσεις έχουν ξεκινήσει με μόνη την αναγγελία της μετατροπής πέντε μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ και χωρίς καν να έχει ολοκληρωθεί το νομοσχέδιο ή να έχουν παρουσιαστεί οι βασικές συνιστώσες του. Η δαιμονοποίηση των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του δημοσίου και του κράτους, βασίζεται σε αναχρονιστικές αντιλήψεις και έχει στοιχεία συντεχνιακής λογικής.
«Δεν σημαίνει ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ή το Βυζαντινό Μουσείο επειδή θα γίνει ΝΠΔΔ θα χάσει τον εκπαιδευτικό, κοινωνικό και ερευνητικό του ρόλο. Απλώς, του δίνεις μεγαλύτερη ευχέρεια να αναπτύξει όλες αυτές τις πρωτοβουλίες τις οποίες οφείλει να αναπτύξει, για το καλό του κοινωνικού συνόλου» είπε η υπουργός, απαντώντας σε σχετικές αιτιάσεις. «Επίσης, δεν θεωρώ ότι ένας εργαζόμενος, ένας αρχαιολόγος, ένας μηχανικός ο οποίος μπορεί να μην ανήκει στην αρχαιολογική υπηρεσία αλλά θα βρεθεί με μια άλφα σχέση εργασίας ή θα είναι μέλος του ΔΣ ενός εκ των πέντε Μουσείων είναι κατ’ ανάγκη κατώτερος από τα στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τα οποία προφανώς τιμούμε.»
«Οι συνθήκες είναι διαφορετικές και από τη Γερμανική κατοχή που αναφέρατε, και από τη δεκαετία του '50 και τη δεκαετία του '60 ακόμη και από τη δεκαετία του 2000. Οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε. Γιατί; Για να ανταποκριθούμε στο ρόλο που πρέπει να έχουν τα μουσεία για το κοινωνικό σύνολο» υπογράμμισε.
Σύμφωνα με όσα είπε η κα Μενδώνη, τα μουσεία μας έχουν τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης, «χρειάζεται, όμως, μία συντονισμένη προσπάθεια δομικών αλλαγών, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν όχι υπό το ασφυκτικό διοικητικό και οικονομικό πλαίσιο του σκληρού κρατικού πυρήνα, στον οποίον σήμερα ανήκουν. Η συγκεκριμένη άποψη υποστηρίζεται από πλειοψηφία ειδικών επιστημόνων σε διεθνές επίπεδο και έχει ήδη υιοθετηθεί στα μεγαλύτερα μουσεία του εξωτερικού, όπου η θεσμική απεμπλοκή των μουσείων από τον σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους, με σκοπό την καλύτερη και διοικητικά αποτελεσματικότερη διαχείρισή τους, έχει από ετών τεθεί και έχει υλοποιηθεί.»
Η πρόθεση αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου των μουσείων δεν ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά, αλλά αποτέλεσε εξαρχής στρατηγικό στόχο του ΥΠΠΟΑ ο οποίος παρουσιάστηκε στη Βουλή κατά τη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης. Η πανδημία και οι γιορτές δεν μπορεί να είναι αφορμή για να ανακόπτουν το έργο της οποιασδήποτε Κυβέρνησης ανέφερε, προσθέτοντας πως μετά την ολοκλήρωση της σύνταξης του σχεδίου νόμου, θα υπάρξει η αναγκαία διαβούλευση και με τους εμπλεκόμενους φορείς και με την κοινωνία προ της εισαγωγής του σχεδίου νόμου στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Θα προηγηθεί η προβλεπόμενη, από τη νομοθετική διαδικασία, δημόσια διαβούλευση.
Εξήγησε πως η μετατροπή πέντε μουσείων της χώρας και, συγκεκριμένα, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού έχει σκοπό να αποκτήσουν διοικητική και, εν πολλοίς, οικονομική αυτοτέλεια και, συνεπώς, μεγαλύτερη ευελιξία. Στόχος της μετατροπής αυτής είναι η βελτίωση της αποδοτικότητάς τους, μέσω της αξιοποίησης των μεθόδων διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και marketing. «Μη μας φοβίζουν οι λέξεις» επεσήμανε, «μπορούμε να τις τοποθετήσουμε στο σωστό πλαίσιο, με την υιοθέτηση νέων στρατηγικών αναφορικά με την αναζήτηση πόρων και την ευκολότερη προσαρμογή στις νέες μουσειακές λειτουργίες και υπηρεσίες που απαιτεί ο σύγχρονος επισκέπτης.
Για να καθησυχάσω την ανησυχία σας για τη λειτουργία των μουσείων ως οργάνων της κυβέρνησης, σας ενημερώνω ότι τα νέα ΝΠΔΔ μουσεία θα διοικούνται από διοικητικό συμβούλιο. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του οποίου θα επιλέγονται από πενταμελή Επιτροπή Επιλογής Στελεχών του Δημοσίου, τα μέλη της οποίας θα ορίζονται, μαζί με τους αναπληρωτές τους, με απόφαση του Προέδρου του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 20 του ν. 4735/2020. Επιπλέον, η οργάνωση και η λειτουργία κάθε Μουσείου θα καθορισθεί με ιδιαίτερο, για το κάθε μουσείο, Προεδρικό Διάταγμα, που θα εκδοθεί ύστερα από πρόταση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού.»
Το Μουσείο της Ακρόπολης, υπό την διοικητική του μορφή, του Ν.Π.Δ.Δ., «με βάση τις διεθνείς στατιστικές είναι ένα από τα πέντε καλύτερα μουσεία του κόσμου. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Και φυσικά, οι εργαζόμενοι στο Μουσείο, είτε είναι αρχαιολόγοι, είτε είναι μηχανικοί, συντηρητές, όλο το προσωπικό δεν είναι ούτε κάτι διαφορετικό ούτε κατώτερο από τα στελέχη της αρχαιολογικής υπηρεσίας για τον πολύ απλό λόγο ότι οι περισσότεροι προέρχονται από την αρχαιολογική υπηρεσία. Απλώς, η νομική μορφή του μουσείου Ακρόπολης - αυτό που θέλουμε να κάνουμε και στα πέντε μεγάλα μουσεία της χώρας- του επιτρέπουν να αναπτύξει διαφορετικές διοικητικές και οικονομικές διαδικασίες, διαφορετικές διαδικασίες εξωστρέφειας, ακριβώς διότι δεν ασφυκτιά υπό την πολύ σφιχτή αγκαλιά του κρατικού πυρήνα. Δεν σημαίνει ότι τα Ν.Π.Δ.Δ δεν ανήκουν στο δημόσιο, δεν σημαίνει ότι τα στελέχη τους είναι κατώτερα και θεωρώ ότι είναι και προσβολή, αν θέλετε, στα μέλη του ΔΣ του συγκεκριμένου μουσείου.»