Η αδυναμία της ανοσίας της αγέλης να θωρακίσει τις κοινωνίες σε συνδυασμό με την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών μέτρων να αναχαιτίσουν τη νόσο και με την άρνηση άνω του 30% των πολιτών να προβούν στον εμβολιασμό τους, δεν αφήνουν άλλη εναλλακτική από την εφαρμογή στοχευμένων μορφών υποχρεωτικότητας. Η διαπίστωση αυτή προέκυψε από τη συζήτηση που οργάνωσε το ΔΙΚΤΥΟ για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη με θέμα τον «καθολικό εμβολιασμό ως προϋπόθεση για τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας. – Τι δέον γενέσθαι;»
Βασικό συμπέρασμα της συζήτησης ήταν πως δεδομένης της εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων, της ισχυρής πίεσης στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, των δυσμενών προβλέψεων για την εξέλιξη της νόσου και των χαμηλών ποσοστών εμβολιασμού στον γενικό πληθυσμό, η μοναδική διέξοδος για την επαναφορά της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας σε κανονικούς ρυθμούς, είναι η ώθηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού πολιτών να εμβολιαστούν.
Αναφέρθηκε ότι η φυσική ανοσία υπολείπεται της ανοσίας που δημιουργεί ο εμβολιασμός τόσο σε εύρος προστασίας όσο και σε διάρκεια, οδηγώντας σε επαναμολύνσεις.
Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε η Πρόεδρος του ΔΙΚΤΥΟΥ και πρ. Ευρωπαία Επίτροπος Άννα Διαμαντοπούλου, συμμετείχαν οι: Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, Αχιλλέας Γραβάνης, Καθηγητής Φαρμακολογίας, στην Ιατρική Σχολή του Παν/μιου Κρήτης και Ερευνητής στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας & Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, Μάριος Λαζανάς Διευθυντής Παθολογικής – Λοιμωξιολογικής Κλινικής ΙΑΣΩ – Υπεύθυνος Λοιμωξιολόγος Ομίλου ΙΑΣΩ και Ελένη Λουρή, Καθηγήτρια Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών – πρ. Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος.
Όπως αναφέρθηκε στη συζήτηση, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός έχει δύο βασικούς στόχους: να αυξήσει μέσω επιβολής τον αριθμό των εμβολιασμένων σε συγκεκριμένες ομάδες αυξημένου κινδύνου διασποράς ή κεντρικής σημασίας για τη λειτουργία του κράτους και της οικονομίας και να σηματοδοτήσει την περαιτέρω αναγκαιότητα του εμβολιασμού στον γενικό πληθυσμό ως κορυφαία προϋπόθεση συμμετοχής σε κάθε είδους κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες.
Η εφαρμογή της υποχρεωτικότητας, η οποία είναι ήδη σε ισχύ για τους υγειονομικούς, θα πρέπει να συνεχίσει με τους δημόσιους υπαλλήλους και ιδιαίτερα όσους έρχονται σε άμεση και ανελαστική επαφή με τον πολίτη (πχ γκισέ στα σημεία φυσικής εξυπηρέτησης), τα σώματα ασφαλείας και τον στρατό, όπου εμβολιάζονται ήδη υποχρεωτικά όλοι οι νεοσύλλεκτοι για άλλα λοιμώδη νοσήματα. Υπογραμμίστηκε χαρακτηριστικά ότι ο εμβολιασμός αποτελεί ηθική υποχρέωση, ιδίως όσων υπηρετούν στο Δημόσιο Τομέα, οι οποίοι οφείλουν να είναι υγιείς και ασφαλείς προκειμένου να υπηρετήσουν λειτουργικά το κοινωνικό σύνολο.
Στον ιδιωτικό τομέα, η εφαρμογή της υποχρεωτικότητας υποστηρίχθηκε ότι πρέπει να ξεκινήσει με τους οδηγούς και τους εργαζόμενους σε μέσα μαζικής μεταφοράς όπως τα ταξί, τα πλοία και τα αεροπλάνα, τους εργαζόμενους στην εστίαση και τη διασκέδαση και φυσικά, τη βιομηχανία της φιλοξενίας.
Έγινε επίσης εκτενής αναφορά στην ηθική, νομική και συνταγματική διάσταση της υποχρεωτικότητας.
Αναφέρθηκε ότι έχουμε πλέον περάσει σε μια ανθρωποκεντρική εποχή όσον αφορά την ιατρική, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ένας ασθενής μπορεί να αρνηθεί θεραπεία στο σώμα του. Ωστόσο, υποστηρίχθηκε πως όταν μια πράξη άρνησης έχει συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο και μπορεί να σημάνει την πυροδότηση κινδύνων για τη δημόσια υγεία και να οδηγήσει στο θάνατο ευάλωτους συμπολίτες μας, η άρνηση αυτή δεν είναι θεμιτή. Εδώ, το δικαίωμα της άρνησης δεν μπορεί να προβάλλεται. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση του εμβολιασμού ενάντια στην COVID19, ο οποίος είναι αποδεδειγμένα ασφαλής και αποτελεσματικός.
Τυχόν άρνηση μπορεί να είναι θεμιτή στις περιπτώσεις ύπαρξης υποκείμενων νοσημάτων, κατά τις οποίες ο θεράπων ιατρός κρίνει αρνητικά τον εμβολιασμό. Στις περιπτώσεις αυτές, και σε κατάσταση υποχρεωτικότητας, θα πρέπει να δημιουργηθούν εναλλακτικές, όπως δυνατότητα τηλεεργασίας. Ειδάλλως, η μη τήρηση της υποχρεωτικότητας θα πρέπει να επιφέρει σημαντικές κυρώσεις, ξεκινώντας από διοικητικά πρόστιμα και καταλήγοντας, κλιμακούμενες, σε ποινικές κυρώσεις, τηρώντας ωστόσο την αρχή της αναλογικότητας.
Η εφαρμογή της υποχρεωτικότητας αναφέρθηκε επιπλέον ως κεντρική προϋπόθεση για την καλύτερη ανοικοδόμηση της οικονομίας και την ενδυνάμωση της ανάπτυξης, στη μετά-COVID-19 εποχή.
Όπως υπογραμμίστηκε, «η ύφεση του 2021 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο αναγκαίο lockdown και η προϋπόθεση για να μην επαναληφθεί αυτή η οδυνηρή οικονομική, κοινωνική κ ψυχολογική εμπειρία, είναι ο εμβολιασμός που θα καταστήσει τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης αμελητέο».
Υπογραμμίστηκε, ότι προϋπόθεση για την αναδιάρθρωση της οικονομίας μας και της αναστροφής των οικονομικών συνεπειών της υγειονομικής κρίσης είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αν δεν καταφέρουμε να πετύχουμε την ανοσία που θα μας επιτρέψει να λειτουργήσουμε ομαλά και να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία που προσφέρουν τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία για την συνολική ανάταξη της οικονομίας και της κοινωνίας, αυτό θα οφείλεται σε μια νέα κατάσταση υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας και περιορισμού της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι μοναδικό μέσο αποτροπής ενός τέτοιου ενδεχομένου είναι η εφαρμογή μέτρων υποχρεωτικότητας.
Τέλος, συζητήθηκε η ανάγκη επικοινωνίας της αναγκαιότητας του εμβολιασμού με καινοτόμα μέσα και οργανωμένους τρόπους. Ιδιαίτερη μνεία έγινε στη δυνατότητα οικοδόμησης μιας οργανωμένης καμπάνιας με κεντρικό άξονα τους προσωπικούς ιατρούς, οι οποίοι απολαμβάνουν υψηλών ποσοστών εμπιστοσύνης από τους ασθενείς και έτσι ο ρόλος τους στην ώθηση προς τον εμβολιασμό είναι καθοριστικός.
Δείτε ολόκληρη τη συζήτηση: