Από την Επιτροπή Πισσαρίδη, στην οποία ανέθεσε ο πρωθυπουργός τη σύνταξη ενός νέου μεταρρυθμιστικού πλαισίου, περιμένουμε πολλά. Κυρίως επειδή η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη για κάτι διαφορετικό από αυτά που ήδη γνωρίζουμε στα διαδοχικά πολυετή προγράμματα υπό τον τίτλο «Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο».
Χρειαζόμαστε απαντήσεις σε ένα, σχεδόν υπαρξιακό, ερώτημα που συχνά έρχεται στις συζητήσεις μας, συνήθως έπειτα από μερικές ακόμη απαισιόδοξες διαπιστώσεις: «Αλλάζει η Ελλάδα;». Δεν διαφεύγει κανενός πως μετά τον πρώτο χρόνο προσπαθειών της κυβέρνησης Μητσοτάκη και ενόσω τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα έμπαιναν σε τάξη και η εμπιστοσύνη έβρισκε πάλι τον χώρο της στο μυαλό των ανθρώπων και οι ροές της οικονομίας φούσκωναν τα κανάλια ανόδου της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ενέσκηψε η διαρκούσα εξωγενής απειλή της πανδημίας. Και επειδή ένα κακό δεν έρχεται ποτέ μοναχό του, έχουμε να αντιμετωπίσουμε άλλες δύο, διαφορετικού βάρους αλλά συγκλίνουσες και εξίσου πραγματικές απειλές.
Η μία, στα εσωτερικά πράγματα, συνδέεται με τις de facto αποκαλύψεις καθεστωτικών πλην όμως πιθανότατα παρανόμων ενεργειών εκ μέρους ανωτάτων στελεχών, συνδεδεμένων άρρηκτα με την ίδιο τον πυρήνα των εκτελεστικών εξουσιών που δίνει το Σύνταγμα στον εκάστοτε πρωθυπουργό. Το Κοινοβούλιο βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να διαπιστώνει, σχεδόν καθημερινά, ότι δεν υπάρχει αξιωματική αντιπολίτευση άξια του ρόλου που της αποδίδει η πολιτειακή τάξη. Στριμωγμένος από τη φρικτή πραγματικότητα κρυφών διαπλοκών ο κ. Τσίπρας επιλέγει, επισήμως και ακόμη χειρότερα ανεπισήμως, το πιο τετριμμένο πολιτικό αντάρτικο έναντι της εποικοδομητικής κριτικής. Υιοθετεί στάση οριζόντιας και σφοδρής απόρριψης κάθε θετικής προσπάθειας της κυβέρνησης, τόσο όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση του Covid όσο και μακρόπνοων μεταρρυθμίσεων.
Η άλλη απειλή συνδέεται με τις αντοχές της κοινωνίας κατά την υπερδεκαετή προσπάθεια από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η ελληνική κρίση χρέους. Πολλές αλλαγές έγιναν, αλλά σε πολλές άλλες που απαιτούνται προκειμένου να κερδίσουμε, σε μια περίοδο όχι μεγαλύτερη από την προσεχή δεκαετία, μια καλή θέση στον διεθνή ανταγωνισμό «αντισταθήκαμε». Δεν έχει καμία απολύτως έννοια να κατηγορεί κανείς συλλήβδην το σώμα των ψηφοφόρων για πολιτική (και προσωπική) αβελτηρία ή για έλλειψη κατανόησης των ουσιαστικών προκλήσεων ή για έλλειψη θάρρους, αφού, επιπλέον, όλοι δεν είχαμε την ίδια στάση, ούτε συνεισφέραμε κατ' αναλογίαν.
Πρέπει να ελπίζουμε ότι το πλαίσιο μεταρρυθμίσεων που θα έχει ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο, υπό τη διακριτική παρακολούθηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν θα έχει την τύχη ανάλογων, πολύ σοβαρών, προσπαθειών: εκθέσεις Σπράου επί Σημίτη (1997) και Αγγελόπουλου επί Ζολώτα (1990) για να αναφερθώ σε δύο από αυτές που είχαν συγκεντρώσει το μίσος των «αριστερών», δυστυχώς και του παπανδρεϊκού κέντρου. Η ελπίδα σβήνει τελευταία...
*Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος, βουλευτής (Ν.Δ.)
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββατοκύριακου 18-19 Ιουλίου