Του Βασίλη Γεώργα
Αν κάπου φαίνεται να έχει χάσει τον βηματισμό της η κυβέρνηση, είναι ότι σχεδόν τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση της περιβόητης πρώτης αξιολόγησης που υποτίθεται θα έδιωχνε πολλά από τα μαύρα σύννεφα στην οικονομία, δεν έχει καταφέρει να εμπεδώσει τη βεβαιότητα της επόμενης μέρας στους πολίτες και την αγορά.
Μπορεί οι μεγάλες ανησυχίες ενός πιστωτικού γεγονότος να αποτελούν πλέον κακή ανάμνηση του παρελθόντος, όμως η επενδυτική μηχανή παραμένει σβηστή και η ύφεση δεν δείχνει να αντιστρέφεται, ενώ αντίθετα κάθε είδους οικονομικό και πολιτικό σενάριο πουλιέται κι αγοράζεται αυτή την περίοδο με ρυθμούς χρηματιστηρίου που βρίσκεται σε παροξυσμό. Ο μπαξές έχει τα πάντα εκτός από την ηρεμία που χρειάζεται η οικονομία για να δει μπροστά: ανασχηματισμός, πρόωρες εκλογές σκληρές διαπραγματεύσεις, καθυστέρηση στην επόμενη αξιολόγηση, προαναγγελίες «κόκκινων γραμμών», δημοψηφίσματα, κ.α είναι σενάρια που η κυβέρνηση καλλιεργεί ή αφήνει να διοχετεύονται και η Αντιπολίτευση εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Σε συνδυασμό και με τη διεθνή αναταραχή, τα παραπάνω κρατούν την οικονομία σε κατάσταση ομηρίας τόσο για αντικειμενικούς λόγους αδυναμίας ανάκαμψης, όσο και για λόγους μικροπολιτικής.
Η αίσθηση που επικρατεί πίσω από την καλοκαιρινή ραστώνη και τα τραύματα της εν εξελίξει βαθιάς ύφεσης που διαρκεί ήδη πάνω από ένα χρόνο, είναι πως προετοιμαζόμαστε για νέα μετωπική σύγκρουση με το Φθινόπωρο που έρχεται. Τα ανοιχτά μέτωπα εκείνη την περίοδο θα είναι πολλά, συμπεριλαμβανομένου και του προσφυγικού που ενδέχεται να επιδεινωθεί ξανά στην πορεία εφόσον «σπάσει» η συμφωνία με την Τουρκία. Τότε, όμως, η κυβέρνηση δεν θα έχει να αντιμετωπίσει μόνο τους δανειστές στη διαπραγμάτευση, αλλά και το διογκούμενο κύμα δυσαρέσκειας των φορολογούμενων οι οποίοι μέσα στο καλοκαίρι και μέχρι το τέλος του έτους καλούνται να πληρώσουν πάνω από 28 δις. ευρώ σε άμεσους και έμμεσους φόρους πριν βρεθούν το 2017 αντιμέτωποι με τις νέες αυξήσεις φόρων και εισφορών.
Μέχρι στιγμής η πορεία των δημοσίων εσόδων πάει καλύτερα από τους στόχους, αλλά το «θαύμα» των πρωτογενών πλεονασμάτων για την επίτευξη των οποίων το 2016 (0,5%) δεν ανησυχεί κατά δήλωσή του ούτε ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας, δεν οφείλεται στα έσοδα, αλλά κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι το κράτος εξακολουθεί να μην πληρώνει τις υποχρεώσεις του και να συγκρατεί υπερβολικά τις επενδυτικές δαπάνες.
Σοβαρές οικονομικές αποφάσεις σε τέτοιο κλίμα και με τόσο περιορισμένη ορατότητα, δεν μπορούν να ληφθούν ούτε μπορούμε να περιμένουμε επενδυτές να έρθουν ή να βελτιωθεί η κατάσταση στο μέτωπο της ιδιωτικής κατανάλωσης που εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Η αγορά ομολόγων όπου οι αποδόσεις παραμένουν υψηλότερα του 8%, κοντά στα επίπεδα προ της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, και η καθήλωση των μετοχών, καταγράφουν επίσης ένα σκηνικό αναμονής, περιορισμένων θετικών προσδοκιών και αβεβαιότητας για την πορεία των επόμενων μηνών.
Από την περίοδο της επίσκεψης των Τζακ Λιου και Πιερ Μοσκοβισί στην Αθήνα προ μερικών εβδομάδων, το μήνυμα που ξεκάθαρα δόθηκε είναι πως αν δεν ολοκληρωθεί άμεσα η επόμενη αξιολόγηση, επενδύσεις δεν αναμένεται να κινητοποιηθούν ούτε καν σε επίπεδο χρηματιστηριακών κεφαλαίων, καθώς ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ενός παρατεταμένου χρονικού πισωγυρίσματος από αυτά που δεδομένης της ήδη βεβαρημένης κατάστασης, δεν αντέχει η πραγματική οικονομία.
Το πραγματικό σχέδιο της κυβέρνησης για το πώς θα χειριστεί από πλευράς στρατηγικής την επόμενη αξιολόγηση, δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη. Τα εργασιακά προβάλλονται ως το θέμα αιχμής στις συζητήσεις καθώς εκτιμάται ότι έχουν τη δυναμική να δημιουργήσουν προβλήματα στον κυβερνητικό συνασπισμό ή και να δώσουν αφορμές πολιτικών εξελίξεων, όμως, η μεγάλη διακύβευση για το Μαξίμου ήταν και παραμένει να κερδίσει πολιτικά παράσημα στο πεδίο της αναδιάρθρωσης του χρέους και της μείωσης των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, για να έχει κάτι να χειροπιαστό να επιδείξει στους ψηφοφόρους της.
Η κυβέρνηση ποντάρει -και εύλογο είναι- στην εκτίμηση πως το Brexit και τα γεγονότα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία, ευνοούν τις ελληνικές διαπραγματευτικές θέσεις και ως εκ τούτου θα επιχειρήσει να κερδίσει όσα περισσότερα μπορεί κατά τις συζητήσεις του Φθινοπώρου, υπολογίζοντας και στην πίεση που ασκεί πλέον για το θέμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το μάρμαρο, ωστόσο, από έναν ακόμη παρατεταμένο κύκλο διαπραγματεύσεων που θα έχει κίνητρα πολιτικής «διάσωσης» για την κυβέρνηση, θα κληθεί να το πληρώσει και πάλι η πραγματική οικονομία. Ο χρόνος παραμένει κύριος αντίπαλος. Αυτή τη φορά το στοίχημα δεν είναι η έγκαιρη καταβολή κάποιας δόσης όπως στην προηγούμενη αξιολόγηση, αλλά η αποφυγή ενός νέου κύματος οικονομικής καθίζησης που θα έχει πολλαπλασιαστικά επώδυνες συνέπειες.