Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων έναντι της συμπτωματικής λοίμωξης Covid-19 που προκαλεί η νέα παραλλαγή Όμικρον του κορονοϊού, είναι πιθανότατα αρκετά χαμηλότερη από ό,τι έναντι των προηγούμενων παραλλαγών, σύμφωνα με αμερικανική επιστημονική μελέτη.
Ωστόσο, όπως τονίζεται, τα εμβόλια εξακολουθούν να παρέχουν σημαντική προστασία έναντι του κινδύνου σοβαρής νόσησης, ιδίως εφόσον κάποιος κάνει τρίτη δόση. Ως εκ τούτου, εάν δεν γίνουν μαζικά ενισχυτικές δόσεις, υπάρχει κίνδυνος να αυξηθούν στο μέλλον τα κρούσματα και οι εισαγωγές στα νοσοκομεία.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο medRxiv, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, ανέπτυξαν υπολογιστικά μοντέλα που αφενός ενσωματώνουν δεδομένα για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων απέναντι στη Δέλτα και στις άλλες παλαιότερες παραλλαγές, αφετέρου λαμβάνουν υπόψη τα πρώτα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου των Pfizer/BioNTech κατά της Όμικρον. Οι εκτιμήσεις σχετικά με την ανοσοδιαφυγή βασίζονται στα επίπεδα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων και κατά πόσο αυτά μειώνονται με το πέρασμα του χρόνου και απέναντι στις διαφορετικές παραλλαγές του κορονοϊού.
Τα μοντέλα εκτιμούν ότι, μετά από δύο δόσεις mRNA εμβολίου, η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού στο να αποτρέψει τη νόσο Covid-19 με συμπτώματα είναι περίπου μόνο 30%, έναντι 87% όσον αφορά τη Δέλτα. Αν μάλιστα έχουν περάσει πάνω από τέσσερις μήνες από τη δεύτερη δόση, τότε η προστασία από δύο δόσεις εμβολίων έναντι της συμπτωματικής λοίμωξης "ουσιαστικά εξαφανίζεται".
Όμως οι ενισχυτικές - αναμνηστικές δόσεις αποκαθιστούν εν μέρει την προστασία περίπου στο 48%, "που είναι παρόμοια με την προστασία 43% που έχουν έναντι της Δέλτα οι εμβολιασμένοι με εξασθενημένη ανοσία", σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή καθηγητή Μαρμ Κιλπάτρικ.
Ευτυχώς, σύμφωνα με τον ίδιο, "είναι σημαντικό πως η προστασία έναντι της σοβαρής νόσου (λόγω Όμικρον) είναι πολύ υψηλότερη. Εκτιμούμε ότι είναι 86% σε περίπτωση που έχει πρόσφατα κάποιος κάνει δεύτερη δόση εμβολίου mRNA, 67% αν έχει περάσει καιρός και η ανοσία του έχει εξασθενήσει, και 91% μετά από την τρίτη ενισχυτική δόση".
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι, στην περίπτωση της Όμικρον, "η αποτελεσματικότητα των εμβολίων (δύο δόσεις) έναντι της σοβαρής νόσου μειώνεται σημαντικά για τα άτομα με εξασθενημένη πια ανοσία, ενώ η προστασία έναντι της λοίμωξης, της συμπτωματικής νόσου και της μετάδοσης (του ιού) σχεδόν εξαλείφεται.
Όμως οι τρίτες δόσεις βελτιώνουν σημαντικά αυτές τις μειώσεις, αν και αποκαθιστούν την προστασία απλώς στα επίπεδα ισοδύναμα με εκείνα της προστασίας των ατόμων με εξασθενημένη ανοσία έναντι της παραλλαγής Δέλτα. Συνεπώς, η εισβολή της Όμικρον είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα εξάπλωση των λοιμώξεων και σημαντική αύξηση των νοσηλειών, εκτός και αν υπάρξει ενίσχυση της ανοσίας με ευρεία χορήγηση ενισχυτικών δόσεων".
Εξαιρετικά ανθεκτική η Όμικρον
Την ανησυχία της για τη μετάλλαξη Όμικρον, η οποία φαίνεται να είναι εξαιρετικά ανθεκτική έναντι στα αντισώματα του εμβολιασμού και της νόσησης, εξέφρασε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιολογίας στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Θεοδώρα Χατζηιωάννου μιλώντας στον ΣΚΑΪ. Όπως είπε τα δεδομένα είναι ακόμα πολύ πρώιμα και δεν ξέρουμε πόσο μεταδοτική είναι και πόσο σοβαρή νόσηση μπορεί να προκαλέσει.
Πρόσθεσε ότι από τις δικές μας μελέτες και από ό,τι έχει βγει μέχρι τώρα φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά ανθεκτική σε ένα μέρος του ανοσοποιητικού μας συστήματος, ειδικά στα αντισώματα που παράγουμε μετά τον εμβολιασμό ή νόσηση.
Ωστόσο, όπως είπε η κ. Χατζηιωάννου είναι αισιόδοξο το γεγονός ότι αυτοί που είχαν νοσήσει και έχουν κάνει εμβόλιο mRNA ή αυτοί που έχουν κάνει την τρίτη δόση έχουν πολύ ψηλά επίπεδα αντισωμάτων και μπορούν να αντιμετωπίσουν την Όμικρον.
Δεν απέκλεισε δε το γεγονός να χρειαστεί επικαιροποιημένο εμβόλιο, ωστόσο θα αργήσει να βγει.
Στα μέσα Ιανουαρίου πιο έντονη η Όμικρον στην Ελλάδα
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Περιβαλλοντικής και Υγειονομικής Μηχανικής στο ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, σημείωσε ότι στην Ελλάδα θα συναντάμε πολύ πιο έντονα τη μετάλλαξη Όμικρον από τα μέσα Ιανουαρίου και θα είναι το βασικό πρόβλημα τον φετινό χειμώνα. Τόνισε ωστόσο πως έχουμε τον χρόνο να προετοιμαστούμε κατάλληλα ώστε να μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά.
Σε ό,τι αφορά στην πορεία της πανδημίας, ο καθηγητής του ΑΠΘ επισήμανε ότι από αυτή την εβδομάδα θα αρχίσει η μείωση του αριθμού των θανάτων για να φτάσουν γύρω στα Χριστούγεννα στους 72-75 μεσοσταθμικά.