Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφήνουν σήμερα πίσω τους τούς πανηγυρισμούς για την έναρξη του ενταξιακού δρόμου της Ουκρανίας και καταπιάνονται με τα πιο ζοφερά ζητήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπες οι χώρες- μέλη εξαιτίας της συμπίεσης των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, την άνοδο των τιμών και τις απειλούμενες από τον πληθωρισμό οικονομίες.
Τη δεύτερη ημέρα της συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες, οι ηγέτες των 27 εθνών θα ρίξουν την ευθύνη για την απότομη αύξηση του πληθωρισμού και την πτώση της ανάπτυξης σε ολόκληρο τον κόσμο, ακριβώς στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που ξεκίνησε πριν από τέσσερις μήνες μέχρι σήμερα.
Η συζήτηση θα γίνει παρουσία της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ και θα τεθεί το θέμα της επιβράδυνσης της ανάπτυξης στην ΕΕ (2,7% ανάπτυξη για το 2022 σύμφωνα με την Επιτροπή, του πληθωρισμού (6,1% το 2022, σύμφωνα με την Επιτροπή) και της αύξησης των τιμών στην ενέργεια.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, οι ηγέτες καλέσουν επίσης το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ να βρει λύσεις για τον ενεργειακό εφοδιασμό ως απάντηση στην εργαλειοποίηση των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Μόσχα τώρα που δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες έχουν πληγεί από περικοπές κρίσιμων προμηθειών από τη Ρωσία.
«Πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα», δήλωσε ένας αξιωματούχος της ΕΕ πριν από τις συνομιλίες. «Είναι θέμα χρόνου οι Ρώσοι να σταματήσουν όλες τις αποστολές φυσικού αερίου». Η πρώτη μέρα της συνόδου κορυφής ολοκληρώθηκε με θριαμβευτική νότα, καθώς η ΕΕ δέχτηκε επισήμως την Ουκρανία ως υποψήφια για ένταξη στο μπλοκ, μια χειρονομία αλληλεγγύης με τη χώρα που πλήττεται από τον πόλεμο αλλά και ένα μήνυμα στη Μόσχα.
Ωστόσο, το ταξίδι του Κιέβου προς την ένταξη θα διαρκέσει πολλά χρόνια και αυτό που ανησυχεί σε πρώτο χρόνο τους ηγέτες της ΕΕ είναι οι σοβαρές οικονομικές πιέσεις που, μετά την πανδημία του COVID-19, κινδυνεύουν να πυροδοτήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια στις χώρες τους.
Σε προσχέδιο δήλωσης που είδε το Reuters, οι ηγέτες θα τονίσουν ότι οι οικονομίες τους παραμένουν θεμελιωδώς ισχυρές και δεσμεύονται να παραμείνουν ενωμένοι ως απάντηση στις προκλήσεις που θέτει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Το μπλοκ απάντησε με ασυνήθιστη ταχύτητα και ενότητα μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, τον οποίο η Μόσχα αποκαλεί «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», επιβάλλοντας μια σειρά κυρώσεων στη Ρωσία, παρόλο που ορισμένοι θα έχουν επιπτώσεις για τις οικονομίες τους. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη έχουν αντισταθεί σε βαθύτερες κυρώσεις, ιδιαίτερα η Ουγγαρία, της οποίας ο πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, καλλιεργεί στενότερους δεσμούς με το Κρεμλίνο από άλλα στο μπλοκ.
Την Πέμπτη, ένας κορυφαίος συνεργάτης του Όρμπαν είπε στο Reuters ότι δεν πρέπει να υπάρξουν περαιτέρω κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία. Ο πληθωρισμός στις 19 χώρες που μοιράζονται το νόμισμα του ευρώ έχει εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά πάνω από το 8% και η εκτελεστική εξουσία της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μείωσε την πρόβλεψή της για οικονομική ανάπτυξη στο 2,7% φέτος από 4% που αναμενόταν πριν από την εισβολή.
Η ελληνοϊταλική πρόταση πλαφόν στη χονδρική του αερίου
Η Κομισιόν δήλωσε την Πέμπτη ότι δώδεκα χώρες της ΕΕ έχουν επηρεαστεί από τις περικοπές στην προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ενώ μέχρι στιγμής κατάφεραν να καλύψουν το έλλειμμα, προετοιμάζονταν σε περίπτωση περαιτέρω περικοπών της προμήθειας από τη Μόσχα, τον κύριο προμηθευτή φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Στην κοινή δήλωσή τους, οι ηγέτες αναμένεται να ζητήσουν από την Επιτροπή να επιδιώξει να εξασφαλίσει τον ενεργειακό εφοδιασμό σε προσιτές τιμές για να αντιμετωπίσει «την εργαλειοποίηση του φυσικού αερίου από τη Ρωσία».
Τον περασμένο μήνα ζήτησαν από την Επιτροπή να διερευνήσει, σε συνεργασία με άλλες χώρες, τρόπους για να θέσει υπό έλεγχο τις αυξανόμενες τιμές της ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω πλαφόν στις ανώτατες τιμές στις εισαγωγές. Ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Ιταλός ομόλογός του Μάριο Ντράγκι συμφώνησαν στη Ρώμη να θέσουν εκ νέου το ζήτημα της ανάγκης να τεθεί πλαφόν στη χονδρική τιμή του φυσικού αερίου.
Η Επιτροπή δεν έχει παρουσιάσει μέχρι στιγμής καμία πρόταση, καθώς το ζήτημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο και διχαστικό, με ορισμένες χώρες να αισθάνονται άβολα να επιβάλλουν ανώτατα όρια τιμών που φοβούνται ότι θα μπορούσαν να διαταράξουν την αγορά και να επιδεινώσουν την ήδη κακή κατάσταση.