Η νέα έξαρση του δεύτερου κύματος της επιδημίας, η οποία κορυφώνεται τις τελευταίες μέρες, ξεπερνώντας χθες τα 3.000 διεγνωσμένα κρούσματα, οφείλεται σε δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος αφορά τις μεταλλάξεις που έχουν καταστήσει τα νέα στελέχη πιο μεταδοτικά και ο δεύτερος έχει να κάνει με τις αυξημένες κοινωνικές επαφές που παρατηρούνται τους τελευταίους δυο με τρεις μήνες, και κυρίως μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Κάθε επαφή που γίνεται με άτομα εκτός της οικείας μας εμπεριέχει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού κι εξάπλωσης της επιδημίας ακόμα και όταν τηρούνται τα μέτρα τα οποία μειώνουν τον κίνδυνο αλλά δεν τον εξαλείφουν.
Οι κοινωνικές επαφές είναι απαραίτητες όταν σχετίζονται με τις ανάγκες λειτουργίας της οικονομίας, γιατί αν καταρρεύσει η οικονομία θα καταρρεύσει και η υγεία. Υπάρχει, όμως, και σημαντική κατηγορία κοινωνικών επαφών που είναι άσκοπες και όχι μόνο δεν σχετίζονται με τις ανάγκες τις οικονομίας αλλά, τροφοδοτώντας την επιδημία, επιδεινώνουν τόσο την υγεία όσο και την οικονομία.
Στην κατηγορία των άσκοπων κοινωνικών επαφών χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η κατάχρηση των κωδικών εξόδου, τα κορονο-πάρτι, τα βαφτίσια, οι συγκεντρώσεις στις πλατείες και οι διαδηλώσεις, οι οποίες το τελευταίο διάστημα αποτελούν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Απ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις των άσκοπων κοινωνικών επαφών οι διαδηλώσεις είναι από τις πλέον επικίνδυνες διότι συγκεντρώνουν σημαντικό αριθμό ατόμων που λόγω των ειδικών συνθηκών δύσκολα τηρούνται τα μέτρα των αποστάσεων και συχνά απ’ ό,τι βλέπουμε δεν τηρούνται και τα μέτρα της σωστής χρήσης της μάσκας.
Για όλους αυτούς τους λόγους προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι σ’ αυτές τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας συμμετέχουν και οι εργαζόμενοι στον υγειονομικό τομέα, με πρωτοστάτη την ΠΟΕΔΗΝ, η οποία οργάνωσε μαζική εκδήλωση διαμαρτυρίας στην Θεσσαλονίκη πριν από λίγο καιρό και χθες στην Αθήνα.
Θα περίμενε κανείς από την ηγεσία του υγειονομικού συνδικαλιστικού κινήματος, την ώρα που οι ίδιοι δίνουν μια καθημερινή μάχη με αυτοθυσία στην περίθαλψη των νοσούντων, να μην θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τη δική τους αλλά και όσων έρθουν σε επαφή στη συνέχεια με αυτούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ασθενείς που περιθάλπουν. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που για αβάσιμους λόγους ένα σημαντικό ποσοστό του υγειονομικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία δεν θέλει να εμβολιαστεί.
Η διαπίστωση αυτή δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ έχουν μια σειρά από δίκαια αιτήματα που έχουν να κάνουν με τις διαχρονικά χαμηλές αμοιβές τους, την έλλειψη προσωπικού και τις συνθήκες εργασίας. Όμως, ένα συνδικαλιστικό κίνημα εκτός από τις οικονομικές κι εργασιακές διεκδικήσεις θα πρέπει να έχει σε πρώτη προτεραιότητα τα ζητήματα της προάσπισης της υγείας των εργαζομένων, κάτι το οποίο παραγνωρίζει και υποτιμά η σημερινή ηγεσία της ΠΟΕΔΗΝ.
Για όλους αυτούς τους λόγους, θα πρέπει να υπάρξει άμεσα μια συμφωνία – μορατόριουμ των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου για την αναστολή των επικίνδυνων αυτών για την υγεία μας κινητοποιήσεων διότι οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών κινημάτων είναι δυστυχώς άμεσα εξαρτώμενες στη χώρα μας από τις κομματικές ηγεσίες.
* Ο Γιάννης Τούντας είναι Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της διαΝΕΟσις