Μαντέλης: «Πήρα τα χρήματα, αλλά δεν μου ζήτησαν αντάλλαγμα»

Μαντέλης: «Πήρα τα χρήματα, αλλά δεν μου ζήτησαν αντάλλαγμα»

Πως δεν ήταν ανάγκη να πάρει μίζα για τη σύμβαση του ΟΤΕ με τη γερμανική εταιρεία Siemens, αφού η σύμβαση ήταν επωφελής για το ελληνικό δημόσιο και κυρίως οι Γερμανοί έκαναν έκπτωση 95,5 εκατομμύρια στο τελικό τίμημα, υποστήριξε στην απολογία του που ξεκίνησε σήμερα και θα συνεχιστεί στις 8 Δεκεμβρίου, ο πρώην υπουργός Μεταφορών Τάσος Μαντέλης.

«Κανένας νόμος δεν μου έδινε αρμοδιότητα να παρέμβω στη σύμβαση. Μόνο το διοικητικό συμβούλιο του ΟΤΕ είχε αυτήν την εξουσία», υποστήριξε απόλογούμενος για την υπόθεση των 450.000 γερμανικών μάρκων που φέρεται να έλαβε από τον γερμανικό κολοσσό ως «δώρο» για τη σύμβαση 8002/98 για την απόκτηση ψηφιακού σήματος του ΟΤΕ.

Ο Τάσος Μαντέλης, αναφερόμενος στην επίμαχη σύμβαση, επανέλαβε όσα ο ίδιος έχει πει στο παρελθόν περί «προεκλογικής χορηγίας», λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ο υπουργός δεν έχει δικαίωμα ούτε να διαπραγματευθεί, ούτε να επιλέξει τον αντισυμβαλλόμενος, ούτε καν να μεριμνήσει για την εφαρμογή της σύμβαση. Αποκλειστικός αρμόδιος ήταν το δ.σ. του ΟΤΕ. Ο υπουργός ελέγχει μόνο τη νομιμότητα των τυπικών διαδικασιών. Δεν είχα κανένα περιθώριο, ούτε να κάνω έναν υπαινιγμό».

Περιγράφοντας τη μετέπειτα συμπεριφορά του, όταν πλέον ολοκληρώθηκε η θητεία του, επικαλέστηκε έγγραφο με το οποίο ενημέρωνε και τον νέο υφυπουργό για την επίμαχη σύμβαση και τον έλεγχο των όρων που θα έπρεπε να εκπληρωθούν: «Δεν σιωπούσα, γιατί δεν υπήρξε ένοχη σχέση», ανέφερε και πρόσθεσε: «Δεν μου αρκούσε ότι είχα φύγει πλέον, αλλά ήθελα και ο επόμενος να ξέρει σε πιο πλαίσιο πρέπει να κινηθεί». Όπως εξήγησε, ο λόγος που προχώρησε με αυτόν τον τρόπο ήταν ότι ήξερε ότι τα ποσά που έλαβε ήταν «χορηγία»: «Ήξερα ότι αυτή ήταν χωρίς αντάλλαγμα και δεν υπήρχε καμία υποχρέωση να ανταποδώσω. Ήταν μία σχέση καθαρή και αφορούσε στο γενικότερο καλό. Δεν υπήρχε σχέση ανταλλάγματος». Προκειμένου να εξηγήσει για ποιο λόγο έλαβε τα χρήματα και από πού προκύπτει «εκλογική χορηγία» -όπως ο ίδιος ισχυρίζεται- ανέφερε πως την περίοδο που κατατέθηκαν τα ποσά (200.000 γερμ. μάρκα το 1998 και 250.000 γερμ. μάρκα το 2000) η πολιτική κατάσταση στη χώρα δεν ήταν σταθερή».

Αναρωτήθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων: «αν είχα απαιτήσει έστω και μία δραχμή, γιατί η Siemens να προχωρήσει σε διαδοχικές μειώσεις στη σύμβαση λίγο πριν την υπογραφή της, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί η συμφωνία; Γιατί να υποχωρήσει η εταιρεία, αν υπήρχε απαίτηση; Θα έλεγε "δεν υπογράφω, να πάμε στον υπουργό να λύσουμε τη διαφορά". Ήξερε όμως πως δεν είχε καμία στήριξη και για αυτό υποχωρούσε σε νέες διεκδικήσεις. Αυτό λέει η πείρα και αυτό έγινε».

Όσο για την εμπλοκή του στην υπόθεση, δήλωσε: «Στην πολιτική ήμουν πεθαμένος, είχα πλέον αποχωρήσει και ήμουν το πρόσωπο που θέλαν για να μου φορτώσουν τα πάντα».

Στο εδώλιο κάθονται, εκτός από τον πρώην υπουργό, το στέλεχος της Siemens στην Ελλάδα Ηλ. Γεωργίου, ο συνεργάτης του υπουργού Αριστ. Μαντάς, η Αντωνία Μάρκου, που εμφανίζεται ως παρένθετο πρόσωπο σε λογαριασμό και ο Γ. Τσουγκράνης, κουμπάρος του Τ. Μαντέλη.