Είναι καλό που θα δράσουμε πιο νωρίς, πριν φτάσουμε στην άσχημη κατάσταση, υπογράμμισε ο καθηγητής γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης Μανώλης Δερμιτζάκης μετά το διάγγελμα του Πρωθυπουργού για το ολικό lockdown στην Αττική, ενώ προειδοποίησε πως «ο μεγαλύτερος κίνδυνος την πρώτη εβδομάδα του lockdown είναι το τι θα γίνει μέσα στο σπίτι».
«Άνθρωποι που ήταν έξω, όπως και τα παιδιά, αυτοί οι άνθρωποι μπαίνουν μέσα και αρχίσουν να ξοδεύουν πολύ χρόνο μαζί και επομένως όλη η μετάδοση έρχεται μέσα στο σπίτι και δε σταματάει τόσο γρήγορα όσο θα θέλαμε, και γι' αυτό είναι πρόβλημα πως θα διαχειριστούμε την πρώτη εβδομάδα” υπογράμμισε ο καθηγητής. Ο ιός, εξήγησε, έρχεται μέσα στο σπίτι και δε σταματάει τόσο γρήγορα όσο θα θέλαμε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «το να κάτσει το παιδί στο σπίτι, μετά από μια περίοδο που είναι έξω, αυξάνει την πιθανότητα να μεταδώσει» τόνισε, διευκρίνισε ωστόσο ότι τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι τα παιδιά μεταδίδουν λιγότερο. «Αυτό δε σημαίνει ότι δε συμμετέχουν καθόλου, γι' αυτό τα παιδιά πρέπει να φοράνε μάσκες, ακόμα και του δημοτικού» ξεκαθάρισε ο κ. Δερμιτζάκης.
Επίσης, αναφερόμενος στην αποτελεσματικότητα του νέου lockdown ανέφερε ότι «το πρόβλημα είναι αν θα μπορέσει αυτό με τη μορφή που ανακοινώθηκε να έχει την απόδοση που θέλουμε στο χρόνο που θέλουμε» και υπενθύμισε ότι «είχε ανακοινωθεί παρόμοιο, ουσιαστικά το ίδιο, το Νοέμβριο, θέλαμε να έχει απόδοση σε 2 με 3 εβδομάδες, δεν είχε, και αναγκαστήκαμε να φτάσουμε σε σχεδόν 2 μήνες για να έχουμε το αποτέλεσμα που θέλαμε σε 3 - 4 εβδομάδες».
«Είναι γεγονός ότι υπάρχει πρόβλημα στην Αττική οπού εστιάστηκαν τα μέτρα, φαίνεται ότι υπήρχε αύξηση, δε θα έλεγα ραγδαία, αλλά υπήρχε αύξηση, αλλά αύξηση που έφτασε σε σημείο να σημάνει συναγερμό. Τα κρούσματα είναι αντίστοιχα με το lockdown του Νοεμβρίου που ήταν αρκετά ψηλά και έδωσαν κάποια πίεση στο σύστημα υγείας Να θυμηθούμε βέβαια, ότι τότε στην Αττική δεν ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα όσο στη Θεσσαλονίκη. Κι από τους αριθμούς που ακούω και τώρα δεν μπορώ να πω ότι είναι σε τόσο τραγική κατάσταση, απλώς καλό είναι να δράσουμε πιο νωρίς πριν φτάσουμε στην άσχημη κατάσταση» επανέλαβε.
Για την αύξηση κρουσμάτων σε παιδιά δήλωσε πάντως «ότι έχουμε μπερδέψει πάρα πολλά επιστημονικά στοιχεία, και έχουμε μπερδέψει ενδείξεις με αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις με απλώς κάποια απόχρωση ένδειξης. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι μεταλλάξεις μεταδίδονται περισσότερο στα παιδιά. Λόγω του ότι υπήρχε η εντύπωση για μεγαλύτερη μεταδοτικότητα και μεγαλύτερα νόσηση στα παιδιά γίνονται περισσότερα τεστ στα παιδιά, αν κάνουμε περισσότερα τεστ προφανώς θα βρίσκουμε περισσότερους θετικούς από πριν».
«Κινήσεις του κόσμου υπάρχουν, είναι απολυτά κατανοητές με βάση την κούραση που δεν ελέγχονται με το να μειώσουμε τις δραστηριότητες υπάρχει κίνηση ανθρώπων μεταξύ σπιτιών δεν μπορεί να γίνει διαχείριση της με τον τρόπο αυτό. Νομίζω ότι εκεί χρειάζεται και τη συμμετοχή του κόσμου για να πετύχει, η νομοθέτηση των μέτρων δεν φτάνει για να πετύχει κάτι. Η πολιτεία θέτει ένα πολύ κάλο πλαίσιο, παρότι δυσάρεστο, άλλα ο κόσμος πρέπει να συμμετέχει» είπε ακόμα ο καθηγητής.
Σύμφωνα με τον Μανώλη Δερμιτζάκη, «σε όλο τον κόσμο, σε όλη την Ευρώπη, δεν έγινε έξυπνη, άλλα οριζόντια διαχείριση, κάνεις δεν μπήκε σε διαδικασία σχεδιασμού δεύτερου επιπέδου εκτίμησης των δεδομένων».