Δεν περιμέναμε το προηγούμενο και το νέο κρούσμα στη Λάρισα για να διαφωτιστούμε. Καθημερινά διαπιστώνουμε το άτυπο άσυλο που ισχύει για τους Ρομά, τσιγγάνους, γύφτους, ή όπως αλλιώς είθισται να αποκαλούνται και να αυτοπροσδιορίζονται. Το διαπιστώνουμε από τον τροχονόμο, που κάνει το κορόιδο όταν βλέπει το Ντάτσουν κακοφορτωμένο είτε με παλιά σίδερα είτε με γυναικόπαιδα να διασχίζει την Τσιμισκή, με τους αμανέδες στη διαπασών. Το διαπιστώνουμε από τον δημοτικό αστυνομικό, που φεύγει τρέχοντας καθώς μουρμουρίζει περί αναρμοδιότητας, αν τον ρωτήσουμε γιατί δε κάνει κάτι για τους επαίτες και τους ρακοσυλλέκτες μπροστά στα μάτια του. Το διαπιστώνουμε από το χάος που επικρατεί στα δικαστήρια, όταν μαζεύεται το σόι για να υπερασπιστεί με τσιρίδες, απειλές και κατάρες όποιον δικό τους είναι στο εδώλιο. Το διαπιστώνουμε από τις αιχμηρές αφηγήσεις αποστράτων αξιωματικών της αστυνομίας, που αναφέρονται σε εμπλεκόμενα κυκλώματα πολιτικών, δικηγόρων και ΜΚΟ. Το διαπιστώνουμε από τις διοικήσεις των ΟΤΑ, που ανέχονται καταυλισμούς μέσα σε καταπατήσεις και συστηματικές κλοπές χυτοσίδηρου και χαλκού, από σχάρες και δημοτικά φώτα. Το διαπιστώνουμε από τα στελέχη της Σήμανσης, που ενώ βαριεστημένα ψάχνουν για αποτυπώματα, μιλούν για τα καημένα τα παλικαράκια που μεγαλώνουν σε προβληματικές οικογένειες. Το διαπιστώνουμε από κατά τ'άλλα λαλίστατους εκπαιδευτικούς, που πολύ σπάνια αγανακτούν βλέποντας μικρά παιδιά να βγαίνουν στο πεζοδρόμιο, αρχικά ζητιανεύοντας. Το διαπιστώνουμε από τους κοινωνικούς λειτουργούς που ασχολούνται μαζί τους, οι οποίοι επιμένουν στα "ναι μεν αλλά...", καθώς αναγνωρίζουν βέβαια την παραβατικότητα μα την αποδίδουν σε θεωρητικά ανυπέρβλητα κοινωνικά προβλήματα.
Οι Ρομά που βγαίνουν στο γυαλί ισχυρίζονται ότι είναι θύματα ρατσισμού, μία πιασάρικη καραμέλα που όμως δεν ισχύει. Στη Μεσογειακή Ελλάδα, όσοι επιμένουν σ'αυτό τον τρόπο ζωής δεν είναι περιθωριοποιημένοι επειδή τάχα έχουν πιο σκούρο δέρμα, αλλά επειδή οι ίδιοι το έχουν επιλέξει. Δε τους υποχρεώνει η ελληνική κοινωνία να απέχουν από την εκπαίδευση, να πέφτουν στις κλοπές και στα ναρκωτικά, να ξεκινάνε οικογένεια από τα 15, να σε γελάνε ακόμη κι όταν σου πωλούν μια γλάστρα ή μια πλαστική καρέκλα, να υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα όσους δικούς τους εγκληματούν, ακόμη κι όταν σκοτώνουν τα ίδια τους τα αγόρια και κορίτσια, όπως συνέβη πρόσφατα στο Μενίδι και στην Άμφισσα.
Οι Ρομά που βγαίνουν στο γυαλί μοιάζουν να θεωρούν πως δε χρωστούν τίποτε μα κι ότι η υπόλοιπη κοινωνία τους χρωστά αιώνια ανοχή, επειδή ένα μεγάλο ποσοστό τους ζει υπό πραγματικά ελεεινές συνθήκες. Αυτοί συμπεριφέρονται σα να θεωρούν το κράτος εχθρό τους κι όχι το αντίστροφο, έχοντας φτάσει πια στο σημείο να βρίσκουν φυσιολογική την περιφρόνηση τους απέναντι στο Νόμο και στα συναλλακτικά ήθη, και συχνά να το δηλώνουν δημόσια. Και την ίδια ώρα η μεγάλη πλειοψηφία τους, τυφλωμένη από μια αυτοκαταστροφική ιδιότυπη περηφάνεια, μένει τραγικά στάσιμη, θύμα της αγραμματοσύνης, της αυτοθυματοποίησης, της φτώχειας και της πρέζας, όταν ο υπόλοιπος κόσμος προχωρά προς ένα όλο και καλύτερο αύριο, παρά τις πανδημίες και τις οικονομικές κρίσεις.
Η ολοφάνερη ασυλία των Ρομά σίγουρα ευνοεί ορισμένα μέλη της κλειστής κοινωνίας τους ενώ ταυτόχρονα καταστρέφει τη ζωή όλων των υπόλοιπων, κι όχι βέβαια εκείνη των...μπαλαμών. Βλέποντας τα λαμπερά μαύρα μάτια των παιδιών του Δενδροποτάμου στον Φάρο του Κόσμου και σε άλλες υποστηρικτικές δομές καταλαβαίνουμε ότι η όντως ευάλωτη κοινότητα τους μπορεί να έχει μέλλον. Ας αναρωτηθούμε όμως τι δρόμο θα πάρουν τούτα τα ορεξάτα έξυπνα παιδιά, όταν κι αυτά με τη σειρά τους διαπιστώνουν ότι στη σημερινή Ελλάδα της κακώς εννοούμενης ανοχής, crime pays.