Του Ιωάννη Σ. Θεοδωράτου*
Η πρόσφατη σύγκλιση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Αμύνης (ΚΥΣΕΑ) αποτέλεσε αφορμή για μια σειρά αρνητικών διαπιστώσεων σχετικώς με τον τρόπο που η παρούσα ηγεσία της χώρας αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν ένα διαρκώς επιδεινούμενο ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος σε βάρος τους.
Βάζοντας στην άκρη τα περί αναβαθμίσεως των οπλικών συστημάτων των C-27 (σ.σ. Ευτυχώς διορθώθηκε το αρχικό κείμενο, το οποίο προκάλεσε θυμηδία εντός και εκτός της χώρας) η συνεδρίαση δεν έδωσε κανένα θετικό μήνυμα αποτροπής ή ενδυναμώσεως της στρατιωτικής ισχύος, εξέλιξη που πυροδότησε εσωστρεφείς συνειρμούς.
Δύο είναι τα μείζονα ζητήματα που παραμένουν άλυτα σε ένα ΚΥΣΕΑ με αμιγώς αεροναυτικό περιεχόμενο υπό το κράτος της χρονικής πιέσεως και της αδηρίτου ανάγκης κατεπειγούσης ενισχύσεως των αεροναυτικών επιχειρησιακών δυνατοτήτων της χώρας.
Πρώτον, αποκαλύφθηκε ότι δεν υπάρχει προοπτική εκμισθώσεως δύο φρεγατών τύπου FREMM, καθώς προσκρούει επί άλλων ζητημάτων, τα οποία άπτονται των επιχειρησιακών αναγκών του Γαλλικού Ναυτικού.
Επίσης, δεν αποσαφηνίσθηκε εάν έχει εξασφαλισθεί η άδεια αποκτήσεως των βλημάτων μακρού πλήγματος MdCN εμβελείας 1.000 χιλιομέτρων (σ.σ. Tι προβλέπει το καθεστώς MTCR), όπως και αν η ζητούμενη διαμόρφωση προβλέπει την ολοκλήρωση των αντιαεροπορικών βλημάτων Aster 30, εμβελείας 130 χιλιομέτρων (άμυνα περιοχής).
Η αποσιώπηση βασικών παραμέτρων της όποιας διαπραγματεύσεως με σκοπό την ενίσχυση του ΠΝ με γαλλικές ναυτικές μονάδες, επιτρέπει ακόμη και σήμερα την εκπόνηση σεναρίων. Ωστόσο το ζήτημα της εκμισθώσεως περιλαμβάνει και άλλες πολύ σοβαρές παραμέτρους, όπως την ασφάλιση των πλοίων (σ.σ. με πολύ μεγάλο κόστος), την ύπαρξη εγγυήσεων σε περίπτωση απωλείας αυτών, όπως και της καθαυτού χρήσεως ως πολεμικό όπλο, δηλαδή εάν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά της τουρκικής απειλής.
Το δεύτερο και το πλέον σημαντικό αφορά την αναβάθμιση 84 μαχητικών F-16, υπέρ της οποίας φέρεται ότι υπάρχουν και πολιτικές δεσμεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδος.
Η ελληνική πλευρά προέβαλλε ως επιχείρημα κατά της λήψεως θετικής αποφάσεως την οικονομική αδυναμία και την μη επαρκή κατανόηση του ζητήματος από την αμερικανική πλευρά. Ωστόσο παρότι ακόμη και σήμερα (27/04) δεν έχει αποσταλεί αίτημα προς τις ΗΠΑ για εξασφάλιση παρατάσεως, εν όψει της καταληκτικής ημερομηνίας την προσεχή Δευτέρα 30 Απριλίου (μεσάνυκτα), υπάρχει μια μικρή πλην όμως αρκετά περιορισμένη αισιοδοξία.
Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος αφορά την ένταξη της χώρας μας σε καθεστώς κονδυλίων FMF (Foreign Military Funding), όπου προβλέπεται η χρηματοδότηση ύψους 460 εκατομμυρίων δολαρίων από το 2019. Συνεπώς προκαλεί εύλογο προβληματισμό παρά την πολυεπίπεδη, πολύμηνη διαπραγμάτευση, η απουσία τελικής αποφάσεως και η σοβαρή πιθανότητα παραπομπής του ζητήματος στις ελληνικές καλένδες. Επίσης σημειώνεται ότι η συμφωνία θα έπρεπε να έχει ήδη περάσει από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή και να συζητηθεί το τελικό σχέδιο - πρόταση όπως έχει διαμορφωθεί, πριν καταλήξει στο ΚΥΣΕΑ. Η μη λήψη αποφάσεως για το πλέον σημαντικό πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων εκτιμάται ότι στηρίζεται σε άλλο υπόβαθρο ευθέως ανάλογο με την επικρατούσα κυρίαρχη κατευναστική πολιτική.
Βιώσαμε και δυστυχώς συνεχίζουμε να βιώνουμε μια αξιοπερίεργη «αποτρεπτική» πολιτική έναντι της Τουρκίας η οποία διέπεται σταθερώς από την στρεβλή αρχή του κατευνασμού και του δόγματος του «μη πολέμου». Χωρίς να ηττηθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις στο πεδίο της μάχης, οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά από το 1974 τηρώντας με ευλάβεια την πολιτική κατευνασμού και παρά τους εξοπλισμούς, αποδέχθηκαν εσφαλμένως τα αποτελέσματα των ελληνοτουρκικών κρίσεων (σ.σ. Ιδιαιτέρως μετά από το 1987 και το 1996), περίπου ως νίκες που επιβεβαίωναν το «μη πόλεμος».
Το βέβηλο πόδι που πάτησε επί της κενής κλίνης εστρωμένης των αφανών εκφράζει με τον πιο εμβληματικό τρόπο την επικρατούσα νοοτροπία, η οποία εμπεδώθηκε στην ελληνική κοινωνία που κραυγάζει για δικαιώματα αλλά αγνοεί τις υποχρεώσεις.
Αυτή ακριβώς η νοοτροπία ήταν παρούσα στο πρόσφατο ΚΥΣΕΑ της «αμυντικής αυταπάτης», το οποίο κατεγράφη ως σταθμός στην πορεία προς την αυτοφινλανδοποίηση της χώρας. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι συμμετέχοντες πολιτικοί και στρατιωτικοί δεν ευρέθησαν ενώπιον του διλήμματος εξοπλισμοί ή οικονομία, όπως θέλουν να παρουσιάζουν εκείνοι που χειραγωγούν με λεκτικά τρικ την κοινωνία. Αντιθέτως η πολιτική ηγεσία, παραμερίζοντας την στρατιωτική, επέλεξε να «ρισκάρει» με την σιγουριά του υπνοβάτου για μια ακόμη φορά εκπέμποντας ένα στρεβλό μήνυμα με τρία σκέλη όχι μόνον προς την Τουρκία αλλά και προς όλους τους περιφερειακούς και μη δρώντες: α) Η Αθήνα δείχνει να μην προχωρά στην αναβάθμιση του στόλου των F-16 συνεχίζοντας να κατηγοριοποιεί ως προτεραιότητα όχι την ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) να απαγορεύει – κι όχι μόνον να αποτρέπει – τον αντίπαλο από το να απειλεί τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα και συμφέροντα, αλλά να επιλέγει συνειδητώς την απώλεια υπερπολύτιμου χρόνου σε βάρος της εθνικής αμυντικής ισχύος, β) Δηλώνει ότι δεν έχει αντιληφθεί την κρισιμότητα της τουρκικής απειλής καθώς και πως διαμορφώνονται τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής με έμφαση στην υπεροχή την οποία σταδιακώς απολαμβάνει ποσοτικώς (αριθμοί διαθεσίμων μαχητικών) και ποιοτικώς (F-35, S-400, αναβαθμισμένα μαχητικά F-16, UAV Anka, UCAV Bayraktar και Anka, όπλα μακρού πλήγματος SOM, ηλεκτρονικός πόλεμος, ικανότητα εκτελέσεως δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων, οπλικά συστήματα αέρος-αέρος και εδάφους-αέρος τουρκικής κατασκευής κλπ) και όλα όσα σχεδιάζονται να τεθούν σε υπηρεσία μόνον στον αεροπορικό τομέα στο εγγύς μέλλον, γ) Αποδεικνύει ότι ακόμη και υπό καθεστώς πλήρους αποκαλύψεως της αναθεωρητικής νέο-οθωμανικής γεωστρατηγικής και εκδηλώσεως με τον πλέον σαφή τρόπο όχι πια της προκλητικότητας αλλά της επιθετικότητας, η ελληνική κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται ότι προκαλεί μια αλυσίδα αρνητικών συμβάντων σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο με θύμα την εθνική στρατιωτική ισχύ, η εκδήλωσις των οποίων θα κορυφωθεί στο προσεχές μέλλον και θα επηρεάσει δυσμενώς την ισορροπία δυνάμεων στο θέατρο επιχειρήσεων Θράκης-Αιγαίου-Ανατολικής Μεσογείου.
Η πορεία προς την αυτοφινλανδοποίηση της χώρας δεν συνιστά τον δρόμο αλλά φοβούμαι έχει εξελιχθεί σε διάγνωση γεωστρατηγικής παράνοιας!
Η υιοθέτησις πολιτικών με κεντρικό άξονα τον κατευνασμό έναντι οποιοδήποτε κόστους με κέρδος το καθεστώς μη πολέμου, εκτιμάται ότι έχει πλέον φθάσει στο πέρας του. Η Τουρκία έχει αναβαθμίσει πλέον τις προκλήσεις σε διαυγέστατες επιθετικού χαρακτήρος αμφισβητήσεις τις εθνικής κυριαρχίας. Η αναφορά σε κατεχόμενα νησιά και τουρκικά Ίμια δεν δικαιολογούν καμία απολύτως επιχειρηματολογία υπέρ της συνέχισης της πολιτικής που οδηγεί στην αυτοφινλανδοποίηση.
Πράγματι, καθυστερήσαμε τον πόλεμο με τις συντεταγμένες υποχωρήσεις και τους τακτικούς ελιγμούς μας (με αποκορύφωση το κείμενο της Μαδρίτης το 1997), αλλά εκτιμάται ότι δεν θα τον αποτρέψουμε διότι παραμελήσαμε σε επικίνδυνο βαθμό την στρατιωτική μας ισχύ.
Φοβούμαι ότι στο πρόσφατο ΚΥΣΕΑ απωλέσαμε μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Να διαδηλώσουμε την απόφασή μας να παραμείνουμε στον στίβο της Ανατολικής Μεσογείου ως ένας ισχυρός παίκτης, ο οποίος ναι μεν έχει σοβαρές αδυναμίες αλλά διέπεται από την ακλόνητη θέληση να υπομείνει θυσίες προκειμένου να είναι σε θέση να αναχαιτίσει την νέο-οθωμανική ισλαμιστική αναθεωρητική λαίλαπα.
Μια παράπλευρη επίσης απώλεια ήταν η συζήτησις περί ανάγκης συγκροτήσεως Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ).
Εφόσον η νοοτροπία του κατευνασμού συνεχίζει να κυριαρχεί, ο δρόμος προς το … Ελσίνκι δεν απαιτεί ΣΕΑ, ούτε καν την από ετών προσδοκούμενη επικαιροποιημένη Πολιτική Εθνικής Αμύνης. Εύχομαι ειλικρινώς να μην συμβεί τίποτε από όσα ανέφερα, τα οποία συνιστούν προσωπικές εκτιμήσεις.
*Ο Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος, είναι δημοσιογράφος, αμυντικός αναλυτής
Φωτογραφία: Intimenews