Τα γεγονότα του 1974 είναι γνωστά σε όλους. Ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα που οργάνωσε η Χούντα του Ιωαννίδη εναντίον του Προέδρου Μακαρίου. Παρά τη γενναιότητα τους, οι ολιγάριθμες ελλαδικές και ελληνοκυπριακές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να αποκρούσουν την επίθεση.
Η τουρκική εισβολή συγκλόνισε την Ελλάδα, οδήγησε στην πτώση της επάρατης χούντας και έφερε τη Μεταπολίτευση. Την ώρα όμως που χιλιάδες Ελλαδίτες έβγαιναν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν την επιστροφή της δημοκρατίας, η μικρή Κύπρος αγωνιζόταν για την επιβίωση της εναντίον ενός πανίσχυρου και αδίστακτου αντιπάλου. Η Κερύνεια, τα Βαρώσια, η Μόρφου, το Ριζοκάρπασο χάθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Χιλιάδες νεκροί και πρόσφυγες, εκατοντάδες αγνοούμενοι και ένας άγνωστος αριθμός γυναικών που κακοποιήθηκαν είναι ο θλιβερός απολογισμός της επιχείρησης Αττίλας.
Οι βιαιοπραγίες του τουρκικού στρατού, η απώλεια εδαφών και οι δεκάδες νεκροί και αγνοούμενοι Ελλαδίτες στρατιώτες προκάλεσαν ένα συλλογικό τραύμα στην Ελλάδα που δεν έχει ακόμα επουλωθεί.
Αν και υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία που καλύπτει τα αίτια της κυπριακής τραγωδίας, ελάχιστοι έχουν κατανοήσει τις μακροχρόνιες συνέπειες των γεγονότων στην ελληνική στρατηγική κουλτούρα. Μέχρι το 1974, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, το ελληνικό κράτος ήταν κυρίως προσανατολισμένο στην αντιμετώπιση του «από Βορρά κινδύνου». Μετά την τουρκική εισβολή, η ελληνική πλευρά εξήγαγε δικαιολογημένα το συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν θα είχε αποτολμήσει μια στρατιωτική επέμβαση αν η Κύπρος ήταν καλά προστατευμένη. Εξάλλου, η αποστολή της ελληνικής Μεραρχίας το 1964 από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου είχε θωρακίσει την Κύπρο‧ η απόσυρση των ελλαδικών δυνάμεων το 1967, με βασική ευθύνη της Χούντας, άνοιξε την Κερκόπορτα στους εισβολείς.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, λοιπόν, η πολιτική ηγεσία στην Αθήνα επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά παίρνοντας τις δέουσες αποφάσεις. Η επανασύσταση του Δ΄ Σώματος Στρατού στη Δυτική Θράκη και η συνακόλουθη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου εντάσσονταν σε μια νέα στρατηγική αποτροπής‧ η τουρκική απειλή δεν ήταν πλέον δυνητική, αλλά υπαρκτή και άμεση. Μέχρι σήμερα, η Άγκυρα διαμαρτύρεται προβάλλοντας τον αστείο ισχυρισμό ότι δήθεν νιώθει απειλούμενη από τον ελληνικό στρατό στη Ρόδο, τη Χίο και τη Λέσβο. Η εμπειρία της Κύπρου δείχνει ότι η άμυνα είναι εθνική υπόθεση. Η εικόνα των τουρκικών αποβατικών στις παραλίες της Κερύνειας τραυμάτισαν μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων πολιτικών και πολιτών. Επομένως, η (πλήρης ή μερική) αποστρατιωτικοποίηση των νήσων δεν μπορεί ποτέ να μπει σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, ακόμα και στο ακραίο σενάριο ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ.
Σε ανθρώπινο επίπεδο, η ελληνική κοινωνία δεν θρήνησε όταν έπρεπε τον χαμό τόσων στρατιωτών στις μάχες του 1974. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι βίωσε ενοχικά τις ανθρώπινες απώλειες και επέλεξε συνειδητά τη λήθη. Σε αυτή την επιλογή συνέβαλε η απαράδεκτη στάση του ελληνικού κράτους που αντιμετώπισε τους ηρωικούς πολεμιστές του 1974 σαν απόκληρους και παρίες. Αυτό είναι ένα άγος που θα μας αμαυρώνει συλλογικά για πάντα. Νεαροί άντρες από την Κρήτη, τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο και τις φτωχογειτονιές της Αθήνας πολέμησαν για την ελευθερία της Κύπρου και τη χαμένη τιμή της Ελλάδας σε έναν άνισο αγώνα που είχε κριθεί πριν καν ξεκινήσει. Παιδιά αγροτικών και εργατικών οικογενειών έκαναν το καθήκον τους όταν άλλοι λιποψύχησαν.
Η αναγνώριση αυτής της θυσίας, ευτυχώς, συμβαίνει στις μέρες μας. Κάθε επαναπατρισμός οστών πεσόντων γίνεται αφορμή αναστοχασμού και περισυλλογής. Η ελληνική κοινή γνώμη πλέον αντιλαμβάνεται, κόντρα στις νουθεσίες ορισμένων, ότι στην Κύπρο κρίνεται το μέλλον της Ελλάδας.
Το συλλογικό τραύμα που προκάλεσε η τουρκική εισβολή είναι ανοικτό, αφού οι συνέπειες είναι ακόμα ορατές. Πρέπει όμως να δώσουμε μια υπόσχεση στον εαυτό μας. Να μην αφήσουμε ποτέ ξανά την Κύπρο μόνη, να μην αφήσουμε ποτέ κανένα κομμάτι της πατρίδας ανυπεράσπιστο. Όσο «μακριά» και να είναι! Το χρωστάμε στον Σταυριανάκο, τον Κατσάνη, τον Κατούντα και όσους έπεσαν στις νέες Θερμοπύλες του Ελληνισμού.
* O Μάνος Καραγιάννης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.