Σε κυβερνητική κρίση έχει εισέλθει το Βέλγιο μετά την αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό του κόμματος N-VA (φλαμανδοί εθνικιστές) και την παραίτηση των υπουργών του, εξαιτίας των διαφωνιών τους με τα αλλά κόμματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας σχετικά με το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση του ΟΗΕ.
Η εξέλιξη αυτή που πάντως δεν αποτέλεσε "κεραυνό εν αιθρία", καθώς το N-VA είχε προειδοποιήσει ότι θα αποχωρούσε, αν ο πρωθυπουργός Σαρλ Μισέλ έδινε το 'πράσινο φως'' για την έγκριση της παγκόσμιας συμφωνίας για το μεταναστευτικό, επισφραγίστηκε στη συνεδρίαση του υπουργικού Συμβουλίου το Σάββατο το πρωί. Η σημερινή κυβέρνηση έχει απωλέσει πλέον την εμπιστοσύνη της Βουλής, αλλά παραμένει παρά ταύτα στη θέση της. Εκτιμά ότι μπορεί να συνεχίσει την πορεία της για 5-6 μήνες (μέχρι δηλ. τις προσεχείς εκλογές) ως κυβέρνηση μειοψηφίας στηριζόμενη σε «ψήφους ανοχής», κάτι που δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του Βελγίου.
Η προοπτική αυτή έχει προκαλέσει μεγάλο σκεπτικισμό στον φλαμανδικό (ολλανδοφωνο) Τύπο, ο οποίος διερωτάται αν και κατά πόσον η σημερινή κυβέρνηση Mισέλ, που δεν εκπροσωπεί παρά μόλις το 1/3 της ομοσπονδιακής Βουλής, (κατέχοντας για την ακρίβεια 52 έδρες έναντι 98 της αντιπολίτευσης), διαθέτει πλέον την απαιτούμενη λαϊκή νομιμοποίηση.
Για ένα «αβέβαιο» και «πρωτοφανές» πείραμα, σε καιρούς μάλιστα «χαλεπούς» και «απρόβλεπτους», κάνει λόγο η εφημερίδα De Standaard στο κεντρικό της πρωτοσέλιδο, η οποία σημειώνει ότι συνέβη τελικά το «απίθανο», να "πέσει" δηλαδή ουσιαστικά η κυβέρνηση εξαιτίας των διαφωνιών σχετικά με ένα μη δεσμευτικό κείμενο του ΟΗΕ. Σημειώνεται εξάλλου ότι ο «θαυματοποιός» Mισέλ, που, όπως υπενθυμίζει η εφημερίδα, κατάφερε ουκ ολίγες φορές τα τελευταία χρόνια να σώσει στο 'παρά πέντε'' την κυβέρνησή του που έφτανε στο χείλος της κατάρρευσης λόγω των συνεχών διαφωνιών στο εσωτερικό της, αυτή τη φορά «δεν κατάφερε να κάνει το θαύμα του», με αποτέλεσμα η κυβέρνησή του να βρίσκεται 'στον αέρα'' στο βαθμό που θα πρέπει να αναζητά κάθε φορά πρόθυμους εταίρους προκειμένου να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία για να μπορέσει να υλοποιήσει την πολιτική της.
Η εφημερίδα επιρρίπτει ωστόσο ευθύνες και στο N-VA, το οποίο τον Νοέμβριο έκανε ξαφνικά στροφή 180 μοιρών και κάλεσε την κυβέρνηση να καταψηφίσει το Σύμφωνο, με το αιτιολογικό ότι αποτελεί έναν «Δούρειο Ίππο» που θα εμπόδιζε το Βέλγιο να ασκήσει τη δική του πολιτική για το μεταναστευτικό. Στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα διερωτάται κατά πόσον η κυβέρνηση Μισέλ θα μπορέσει να ασκήσει ομαλά τα καθήκοντά της και υπογραμμίζει ότι προκειμένου το πείραμα αυτό να τελεσφορήσει χρειάζεται μεγάλος βαθμός ωριμότητας και αυτοσυγκράτησης, τόσο από την πλευρά της κυβέρνησης όσο και από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Όπως ειδικότερα εξηγεί η εφημερίδα, το Βέλγιο εισέρχεται σε έναν μακρύ ανηφορικό δρόμο και θα αντιμετωπίσει οσονούπω μεγάλες προκλήσεις τόσο στην εξωτερική του πολιτική (Brexit) όσο και στο εσωτερικό (συμφωνία για την κλιματική αλλαγή, συλλογικές διαπραγματεύσεις κοινωνικών εταίρων, ρυθμίσεις για βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα), ενώ και οι προσεχείς εκλογές δεν εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε μια μεγαλύτερη σταθερότητα.
Καταλήγοντας, η εφημερίδα προειδοποιεί ότι, εάν την ατζέντα των επόμενων εκλογών μονοπωλήσουν τα θέματα ταυτότητας, οι διακοινοτικές διαμάχες Βαλλόνων-Φλαμανδών ενδέχεται να αναζωπυρωθούν, γεγονός που μπορεί να κλονίσει ανεπανόρθωτα τη συνοχή της βελγικής ομοσπονδίας.
Με τη σειρά της η εφημερίδα De Morgen εμφανίζεται στο κεντρικό της πρωτοσέλιδο εξαιρετικά επιφυλακτική αναφορικά με τη δυνατότητα της κυβέρνησης Mισέλ να ολοκληρώσει τη θητεία της. Τέλος η De Tijd αναφορικά με τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης μειοψηφίας υπογραμμίζει ότι οι οιωνοί δεν είναι καλοί, καθώς ήδη τα συνδικάτα που πρόσκεινται στους Σοσιαλιστές ξεκαθαρίζουν ότι η κυβέρνηση αυτή στερείται της απαραίτητης νομιμοποίησης και ως εκ τούτου καθιστούν σαφές ότι δεν πρέπει να προσβλέπει σε στήριξη από την αριστερή αντιπολίτευση.
H κυβερνητική κρίση μονοπωλεί φυσικά το ενδιαφέρον και του βελγικού γαλλόφωνου Τύπου, ο οποίος με πολυσέλιδες αναλύσεις περιγράφει τα γεγονότα, επιχειρώντας να ρίξει φως στις αιτίες της κρίσης, αλλά και στον καινούριο συσχετισμό δυνάμεων. Για μισή κυβέρνηση κάνει λόγο η Le Soir στο κεντρικό της πρωτοσέλιδο, δεδομένου ότι θα εξακολουθήσει να κυβερνά με βασιλικά διατάγματα ή με τη στήριξη των Φλαμανδών Εθνικιστών σε ορισμένα εκκρεμή ζητήματα.
Η ίδια εφημερίδα στο κύριο άρθρο της επικροτεί τη στάση του Βέλγου Πρωθυπουργού, υπογραμμίζοντας ότι επέλεξε τις αξίες και την καλή πλευρά του κόσμου και ότι εγγυήθηκε το λόγο και τις βασικές δεσμεύσεις του Βελγίου, την ώρα που οι Φλαμανδοί Εθνικιστές υποκινούνται από καθαρά εκλογικούς υπολογισμούς, ενώ μιλά για θεμελιώδες κεκτημένο στο πλαίσιο μίας πρωτοφανούς κρίσης, την οποία για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας δεν προκάλεσαν κοινοτικοί ή κοινωνικοοικονομικοί λόγοι, αλλά μία διαφωνία που έχει να κάνει με τις βαθύτερες αρχές και αξίες. Πέραν τούτου, σχολιάζει η εφημερίδα, η παρούσα κυβέρνηση είναι εξαιρετικά εύθραυστη και εξαρτημένη και θα μπορούσε να μην επιβιώσει πάνω από μερικές ημέρες ή εβδομάδες.
Η La Libre Belgique κάνει από την πλευρά της λόγο στο ολοσέλιδο πρωτοσέλιδό της για κυβέρνηση χωρίς εξουσία, σημειώνοντας ότι η δύναμη του ανέμου του ζητήματος της "εθνικής ταυτότητας" που διακατέχει περισσότερο από ποτέ τους Φλαμανδούς Εθνικιστές παρέσυρε τον κυβερνητικό συνασπισμό και εκτιμώντας ότι η προεκλογική εκστρατεία του N-VA θα βασιστεί στο μεταναστευτικό, στο θέμα της ενσωμάτωσης των ξένων και στην ασφάλεια. Η εφημερίδα επισημαίνει επίσης ότι ο Πρωθυπουργός βγαίνει ενισχυμένος από αυτή την κρίση, αφού δεν αποτελεί πλέον τη μαριονέτα του N-VA, ενώ υποστηρίζει ότι η ιστορία μεταξύ των Γαλλόφωνων Φιλελευθέρων (MR)και των Φλαμανδών Εθνικιστών δεν έχει ακόμα λήξει, δεδομένου ότι το N-VA γνωρίζει καλά ότι θα χρειαστεί το MR για την επιστροφή του μία μέρα στην εξουσία και το κόμμα του Πρωθυπουργού, από την άλλη μεριά, αναγνωρίζει ότι οι εθνικιστές μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμοι σύμμαχοι στην υιοθέτηση κεντροδεξιών πολιτικών.
Το γεγονός ότι το Βέλγιο έχει εκ νέου βρεθεί σε μία τραγελαφική κατάσταση σχολιάζει η εφημερίδα στο κύριο άρθρο της, χαρακτηρίζοντας υψηλού ρίσκου το εγχείρημα της κυβέρνησης μειοψηφίας, τονίζοντας ωστόσο ότι ο MΙσέλ δεν είχε άλλη επιλογή, αφού μία πτώση της κυβέρνησης θα ήταν μία ενέργεια εντελώς ανεύθυνη, δεδομένων των επειγόντων κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων που περιμένουν απάντηση. Όσον αφορά τις καθυστερημένες ενστάσεις του N-VA σε σχέση με το σύμφωνο του ΟΗΕ για τη μετανάστευση, η εφημερίδα θεωρεί ότι είναι στρατηγικού χαρακτήρα και έχουν να κάνουν με την υποχώρηση των ποσοστών του κόμματος κατά τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, καθώς και με την αντίθεση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς στο σύμφωνο.
Η L'' Echo τέλος φιλοξενεί τις απόψεις πολιτικών αναλυτών αναφορικά με το ποιος τελικά φαίνεται να βγαίνει κερδισμένος από την παρτίδα σκάκι που μόλις παίχθηκε, οι οποίες συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι τα δεδομένα αναμένεται να αλλάξουν πολλές φορές μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών, μια και οι έξι μήνες συνιστούν στην πολιτική μία αιωνιότητα. Κατά τη γνώμη τους, ο Πρωθυπουργός επέδειξε σταθερότητα απέναντι στους Εθνικιστές, οι οποίοι μένει να αποδειχθεί αν θα καταφέρουν να επανακτήσουν ψήφους από την ακροδεξιά, έχοντας ωστόσο ελεύθερο πλέον το πεδίο να ακολουθήσουν μία σκληρότερη γραμμή και να κοντράρουν στα ίσα το Vlaams Belang σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό.
Το N-VA μάλιστα θεωρούν ορισμένοι ότι επιχείρησε να έχει και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη, διατηρώντας από τη μία μεριά την εικόνα ενός υπεύθυνου κόμματος, το οποίο θα συνεχίσει να συμβάλλει στη διαμόρφωση της κοινωνικοοικονομικής πολιτικής, και από την άλλη μία ισχυρή και ριζοσπαστική στάση στο μεταναστευτικό ζήτημα, ενώ διατυπώνεται και η άποψη ο κόσμος να θελήσει στις εκλογές να τιμωρήσει τα μεγάλα κόμματα, μια και η συγκεκριμένη κρίση δε συμβαδίζει με τις κλιματικές και κοινωνικές προσδοκίες των πολιτών.