Είναι ευρύτατα γνωστό ότι ο SARS-CoV-2 δεν είναι ο μοναδικός κορονοϊός που κυκλοφορεί στους ανθρώπους. Για την ακρίβεια άλλοι 4 κορονοϊοί είναι υπεύθυνοι για ένα μεγάλο ποσοστό του απλού κρυολογήματος που όλος ο ανθρώπινος πληθυσμός έχει περάσει. Από την εμφάνιση του SARS-CoV-2 έχει δημιουργηθεί το ερώτημα αν και κατά πόσο η προηγούμενη έκθεση σε αυτούς τους ιούς επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την έκβαση της νόσου μέσω ανοσολογικής απόκρισης. Οι εξελικτικές και γενετικές αποστάσεις αυτών των κορονοϊών από τον SARS-CoV-2 είναι μεγάλες, συνεπώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν ακριβείς εκτιμήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ της προηγούμενη έκθεσης στους κορονοϊούς του απλού κρυολογήματος και του SARS-CoV-2.
Η προηγούμενη έκθεση στους κορονοϊούς του απλού κρυολογήματος θα μπορούσε να βοηθήσει θεωρητικά αν προκαλούσε ανοσολογικές αποκρίσεις με διασταυρούμενο αποτέλεσμα για τον SARS-CoV-2 όπως π.χ. αντισώματα που αντιδρούν εξουδετερωτικά και για τον SARS-CoV-2. Θα μπορούσε όμως και να λειτουργεί αρνητικά μέσω του φαινομένου που έχει γίνει γνωστό ως «ανοσολογικό προπατορικό αμάρτημα» κατά το οποίο η προηγούμενη ανοσολογική απόκριση στους κορονοϊούς του απλού κρυολογήματος θα μπορούσε να μπλοκάρει την επαγωγή αποτελεσματικής ανοσολογική απόκρισης έναντι του SARS-CoV-2.
Αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει μία πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύεται στο Cell-Host and Microbe. Οι ερευνητές μελέτησαν τα επίπεδα των αντισωμάτων έναντι τον κορονοϊών του απλού κρυολογήματος και του SARS-CoV-2 σε επαγγελματίες υγείας. Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι η μελέτη βρήκε ότι όσοι είχαν υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων έναντι των κορονοϊών του απλού κρυολογήματος τόσο υψηλότερα αντισώματα παράχθηκαν όταν μολύνθηκαν με τον SARS-CoV-2.
Η αντισωματική απάντηση έναντι του SARS-CoV-2 στον εμβολιασμό για COVID-19 δεν επηρεάστηκε από τα προηγούμενα επίπεδα αντισωμάτων έναντι των κλασικών κορονοϊών. Ωστόσο, παρατηρήθηκε μία αύξηση των αντισωμάτων έναντι των κλασικών κορονοϊών μετά από τον εμβολιασμό για COVID-19 και συνεπώς φάνηκε ότι υπάρχει μία αλληλεπίδραση των ανοσιακών αποκρίσεων. Οι ερευνητές θεωρούν ότι η προηγούμενη ισχυρή ανοσολογική απάντηση έναντι των κλασικών κορονοϊών πιθανόν να συμβάλει σε βαρύτερη COVID-19 καθότι οι ασθενείς που περνάνε βαρύτερα την COVID-19 τείνουν να αποκτούν υψηλότερους τίτλους αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2.
Ωστόσο, η μελέτη αυτή δεν μπορεί να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα για την πολύπλοκη αυτή ανοσολογική αλληλεπίδραση καθότι μόλις 3 ασθενείς χρειάστηκαν συμπληρωματικό οξυγόνο ή νοσηλεία στις ΜΕΘ. Συνεπώς, απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το φαινόμενο σε βάθος. Για παράδειγμα, αν όντως υπήρχε το λεγόμενο «αντιγονικό προπατορικό αμάρτημα» τότε θα έπρεπε οι ασθενείς να οδηγούνται σε χαμηλότερη παραγωγή αντισωμάτων ανεξάρτητα της βαρύτητας της νόσου, κάτι που δεν απαντάει η συγκεκριμένη μελέτη επί του παρόντος.
Εξάλλου η ίδια η μελέτη έδειξε ότι όλοι οι συμμετέχοντες είχαν αναπτύξει αντισώματα έναντι των υπόλοιπων κορονοϊών και αυτό ανταποκρίνεται στο ότι όλοι οι άνθρωποι σήμερα έχουν έρθει σε επαφή με αυτούς τους κορονοϊούς. Είναι πιθανό λοιπόν να είναι γενετικοί οι παράγοντες των ασθενών που οδηγούν σε υψηλότερους τίτλους αντισωμάτων σε όλα τα είδη κορονοϊών, μία υπόθεση που διερευνάται από άλλες ερευνητικές ομάδες. Υπάρχουν ακόμα πολλά κενά στην κατανόηση του φαινομένου καθώς η μελέτη των κορονοϊών δεν ήταν στο επίκεντρο της επιστημονικής προσπάθειας λόγω της ηπιότητας των λοιμώξεων που προκαλούσαν μέχρι την τρέχουσα πανδημία.