Αν ο πρόωρος και άδικος θάνατος της Φώφης Γεννηματά, μιας γυναίκας που τίμησε το αξίωμά της μέχρι την τελευταία της πνοή, συγκίνησε το πανελλήνιο, η αιφνίδια απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου να διεκδικήσει ξανά την προεδρία του Κινήματος Αλλαγής γύρισε το ρολόι της ιστορίας 17 χρόνια πίσω, ξυπνώντας τις μνήμες της δυσκολότερης μεταπολιτευτικής περιόδου για τη χώρα και για το ΠΑΣΟΚ.
Οι προοδευτικοί πολίτες, ανεξάρτητα από την ένταξή τους στο ΚΙΝΑΛ, συνειδητοποίησαν ότι η επόμενη μέρα μπορεί να μην είναι επί της ουσίας «επόμενη» αλλά συνέχεια μιας κατηφορικής πορείας που μοιάζει ατέλειωτη. Ο εσωκομματικός διάλογος, αντί να επικεντρώνεται στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας και της στρατηγικής μιας παράταξης που φιλοδοξεί να συμβάλλει στην πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, επιστρέφει σε μια άχαρη επιχείρηση δικαίωσης ενός παρελθόντος που κανείς δεν θέλει να ξαναζήσει.
Η συζήτηση αυτή, εκτός από ανεπίκαιρη, είναι και αδιέξοδη σε μια εποχή που νέες μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις ανοίγονται μπροστά στην ανθρωπότητα. Άλλωστε, και το πολιτικό σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό. Το ΠΑΣΟΚ που αποτέλεσε επί δεκαετίες τον κύριο κορμό της δημοκρατικής παράταξης, δεν είναι πια ούτε «εδώ» ούτε «ενωμένο, δυνατό». Ένα μεγάλο μέρος του έχει αποστασιοποιηθεί απογοητευμένο ή απομακρυνθεί από την ηγεσία, ενώ το κομμάτι εκείνο που πάντα έκλεινε το μάτι στον λαϊκισμό, προτίμησε να αναζητήσει μόνιμη στέγη και προοπτική εξουσίας στον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι ψηφοφόροι του κεντρώου χώρου «φιλοξενήθηκαν» από τον Κυριάκο Μητσοτάκη που δεν έχασε την ευκαιρία να επωφεληθεί από το επιτακτικό αίτημα της απαλλαγής της χώρας από τη διακυβέρνηση της «Πρώτη φορά Αριστερά». Όπως φαίνεται καθαρά κι από τις απαντήσεις των πολιτών που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, στο Κίνημα Αλλαγής παραμένουν στην πλειοψηφία τους μέλη που στήριξαν το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Κώστα Σημίτη αλλά και τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στην τρικομματική κυβέρνηση του ‘12, με αποκλειστικό γνώμονα τη σωτηρία της χώρας.
Η αναγκαία συσπείρωση της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορεί να γίνει σε συναισθηματική ή παραδοσιακή βάση, ούτε, πολύ περισσότερο, στη βάση άγονων προσωπικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διεκδικητών της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ. Οι γενικόλογες εκκλήσεις για μια μεγάλη παράταξη θα πέσουν στο κενό αν δεν υπάρξει ένα σύγχρονο πολιτικό σχέδιο ικανό να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους προοδευτικούς πολίτες. Και το σχέδιο αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από τη δημιουργία μιας φιλελεύθερης πολιτικής δύναμης της σοσιαλδημοκρατίας και του πολιτικού κέντρου, έτοιμης να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της υπεύθυνης προγραμματικής αντιπολίτευσης αλλά και να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα.
Η νέα ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής δεν μπορεί να είναι ούτε προϊόν πολιτικής «ανακύκλωσης» αλλά ούτε και αποτέλεσμα τήρησης μιας άτυπης επετηρίδας. Η επιβαλλόμενη ανανέωση θα πρέπει να αναφέρεται, κατ' αρχήν, σε ιδέες, προτάσεις και πολιτικές. Οι εκλογές του Δεκεμβρίου δεν αφορούν μόνο τα μέλη και τους φίλους του ΚΙΝΑΛ. Αφορούν όλους τους δημοκρατικούς και προοδευτικούς πολίτες που θέλουν να ηττηθεί ο λαϊκισμός κάθε χρώματος και να συγκροτηθεί μια μεγάλη και υπεύθυνη Δημοκρατική Παράταξη που θα συμβάλλει ισότιμα στη χάραξη της πορείας της χώρας στη νέα εποχή.