Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) ήλθε για να μείνει και συνδέεται άμεσα με την αναγκαία αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη, όπου ήδη έχουν γίνει σημαντικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση σε αναμονή και των προτάσεων των πανεπιστημίων και της σχετικής εισήγησης της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, προκειμένου οι σπουδές των νέων να έχουν αντίκρισμα, υπογράμμισε η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως μιλώντας στη θεματική ενότητα «Μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία για το παρόν και το μέλλον» του Thessaloniki Helexpo Forum, στο πλαίσιο της 85ης ΔΕΘ.
«Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα. Η χώρα μας είναι πρώτη στον αριθμό φοιτητών σε χώρες της ΕΕ σε αναλογία πληθυσμού και τελευταία στον αριθμό αποφοίτων. Υπάρχουν τμήματα που έχουν αριθμό αποφοίτησης 3 στους 100 κατά έτος και νομίζω όλα αυτά μιλούν από μόνα τους», τόνισε η κ. Κεραμέως, απαντώντας στον κ. Φίλη ο οποίος εξέφρασε την άποψη πως «υπάρχει μία υποκρισία στην κουβέντα ότι τα παιδιά που δεν μπορούν να μπουν με υψηλούς βαθμούς στα πανεπιστήμια δεν μπορούν να τελειώσουν», αμφισβητώντας ότι «υπάρχει έρευνα, που να ξέρουμε ποιοι δεν τελειώνουν».
Η κ. Κεραμέως επισήμανε ότι οι αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής με τη θεσμοθέτηση της ΕΒΕ στοχεύουν σε «σπουδές με αντίκρισμα, πραγματικές επιλογές για τους νέους, όχι απλά να ακολουθείται μία πρακτική του ‘'τάζω στους πάντες τα πάντα'', όλοι να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο αδιαφορώντας τελικά αυτοί οι νέοι μας θα μπορέσουν να φοιτήσουν και να αποφοιτήσουν και εντέλει να έχουν μία προοπτική όπως την επιθυμούν».
Αποτιμώντας το μεταρρυθμιστικό έργο της διετίας στην Παιδεία τόνισε ότι η κυβέρνηση «έχει ήδη θεσμοθετήσει το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος για την παιδεία όπως εξαγγέλθηκε προεκλογικά τον Νοέμβριο του 2018 με δύο νομοθετήματα για το δημόσιο σχολείο, ένα για τα ιδιωτικά σχολεία, μία βασική μεταρρύθμιση για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση και δύο νομοθετήματα στην Ανώτατη Εκπαίδευση».
Σε ό,τι αφορά την πορεία υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, μετά την ψήφιση των νόμων, επισήμανε ότι έχει προχωρήσει. Αναφερόμενη ενδεικτικά στην σύνδεση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ με αντικειμενικά και ποιοτικά κριτήρια, σημείωσε ότι «μέχρι τότε (σ.σ. πριν την ψήφιση του νόμου 4653/20) ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας μπορούσε να χρηματοδοτήσει τα πανεπιστήμια, όπως εκείνος έκρινε», ενώ σχετικά με την δυνατότητα που δόθηκε στα ΑΕΙ να ιδρύουν ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών τόνισε ότι «με πολύ μεγάλη υπερηφάνεια το ΑΠΘ έχει ανακοινώσει την εκκίνηση της πρώτης αγγλόφωνης ιατρικής στην ιστορία της χώρας μας με ενδιαφέρον από χιλιάδες φοιτητές από πάρα πολλές χώρες από όλον τον κόσμο».
Τόνισε ακόμη ότι «δώσαμε τέλος στο άσυλο ανομίας των πανεπιστημίων», ενώ για τις επικείμενες πρωτοβουλίες ανέφερε πως «ερχόμαστε σε νομοθετήματα σχετικά με την ενίσχυση και αναβάθμιση του πλαισίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τον εκσυγχρονισμό του ΔΟΑΤΑΠ και την αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη».
Από την πλευρά του ο πρύτανης του ΑΠΘ καθ. Νίκος Παπαϊωάννου τόνισε ότι με συνολική θετική τοποθέτηση της Συνόδου των Πρυτάνεων «για πρώτη φορά τα πανεπιστήμια έχουν ρόλο στην αυτονομία τους με τον καθορισμό της βάσης εισαγωγής από τα ίδια τα τμήματα».
Σχετικά με τη θέση του ΑΠΘ στη διαβούλευση για τον επανασχεδιασμό του ακαδημαϊκού χάρτη εξήγησε πως το πανεπιστήμιο ως ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας δεν μπορεί να παραμένει αποκομμένο από τις σύγχρονες εξελίξεις σε κάθε πεδίο και έτσι υπάρχει «διεργασία μετεξέλιξης των προγραμμάτων σπουδών ώστε πλέον να μην έχουν ως βασικό στόχο μόνο τη γνώση, αλλά την παραγωγή επιστημόνων με δεξιότητες ώστε να τους εξασφαλίζεται άμεση πρόσβαση στην αγορά εργασίας».
Αποτιμώντας τα αποτελέσματα εφαρμογής της ΕΒΕ εκτίμησε πως δεν είχε αρνητικό αντίκτυπο στα τμήματα του ΑΠΘ, σχολιάζοντας σε σχέση με την περίπτωση της Αρχιτεκτονικής του Δημοκρίτειου πως «θα πρέπει και εμείς ως διδάσκοντες και διοικήσεις να έχουμε μία σύνεση και λογική απέναντι στις επιλογές που θα έχει το κάθε τμήμα στη διαμόρφωση της ΕΒΕ».
Στις αποκλίσεις μεταξύ του ελληνικού και των ευρωπαϊκών συστημάτων εκπαίδευσης, τις οποίες υποδεικνύουν οι κακές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στις πανελλαδικές εξετάσεις ή σε διεθνείς διαγωνισμούς όπως η αξιολόγηση PISA αναφέρθηκε ο πρόεδρος του ΙΕΠ Γιάννης Αντωνίου εξηγώντας πως προτεραιότητα για τη γεφύρωση του χάσματος είναι ο επανασχεδιασμός των προγραμμάτων σπουδών, που ήδη έχει ξεκινήσει. «Τα προγράμματα αυτά αποτελούν μία αναγκαιότητα διότι το σχολείο έχει ουσιαστικά προγράμματα σπουδών από το ‘98 και το 2003. Ο μέσος όρος ζωής των σχολικών προγραμμάτων στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη είναι τα 7-8 χρόνια. Εμείς έχουμε υπερβεί τα 18 και σε κάποια προγράμματα τα 20».
Ο κ. Αντωνίου πρόσθεσε ότι τα νέα προγράμματα συνοδεύονται από την παραγωγή πλούσιου ψηφιακού υλικού, το «πολλαπλό βιβλίο» που κατοχυρώθηκε θεσμικά. «Όλα αυτά συνδέονται και με τις τράπεζες θεμάτων ιδιαίτερα για το λύκειο [...] Το πολλαπλό βιβλίο υπερβαίνει παθογένειες και ‘'παπαγαλίες'' , για να εμπνεύσει τους μαθητές στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και να οδηγήσει στην ανάπτυξη απαραίτητων δεξιοτήτων», είπε ο κ. Αντωνίου.
Στα ευρήματα ερευνών του ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ για την επαγγελματική κατάρτιση αναφέρθηκε ο διευθυντής του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣEΕ, Χρήστος Γούλας., σημειώνοντας ότι η τάση «επιστροφής» αποφοίτων των ΑΕΙ στην στην αρχική κατάρτιση για συνέχιση των σπουδών τους ερμηνεύεται από τα υψηλά ποσοστά ανεργία των νέων στην Ελλάδα, από την ανάγκη τους για εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές προκειμένου να πάρουν περισσότερη και μεγαλύτερη εξειδίκευση και να βρουν δουλεία και το ότι το ελληνικό παραγωγικό σύστημα δεν δημιουργεί θέσει υψηλής καινοτομίας, οπότε «είτε πάνε στο εξωτερικό να δουλέψουν, είτε η δεύτερη επιλογή είναι να βρουν συμπληρωματικές μορφές εκπαίδευσης και έτσι ακολουθούν το μοντέλο της κατάρτισης».
«Το άνοιγμα των σχολείων»
Για το θέμα της κάλυψης των κενών η κ. Κεραμέως απάντησε πως φέτος «για πρώτη φορά τόσο νωρίς έγιναν χιλιάδες τοποθετήσεις και πρώτη φορά με πλήρως ψηφιοποιημένες διαδικασίες». Σε ό,τι αφορά τις προσλήψεις τόνισε ότι «στις 6 Ιουλίου εξαγγείλαμε 11.700 μόνιμους διορισμούς στη γενική εκπαίδευση και πλέον έχουμε επί των ημερών μας, τα δύο χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, 16.200 νέους εκπαιδευτικούς στα σχολεία μας, στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση και στη γενική εκπαίδευση, καλύπτοντας κενά δεκαετιών».