Τα τελευταία χρόνια μία κοινή κατηγορία αρκετών εκφραστών του ευρωσκεπτικισμού έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ότι η συμμετοχή σε αυτήν επιδρά αρνητικά στην οικονομική ελευθερία των κρατών μελών της. Ενώ εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι η συμμετοχή στην ΕΕ δεν έχει κάποια αξιοσημείωτη επίδραση στην οικονομική ελευθερία των μελών της, το ερώτημα για το πως επηρεάζεται η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς από τη διαδικασία ένταξης παραμένει αναπάντητο. Το ΚΕΦίΜ, με την έρευνα «Ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και Οικονομική Ελευθερία» επιδιώκει να απαντήσει το κρίσιμο αυτό ερώτημα.
Σύμφωνα με τα εμπειρικά δεδομένα αναδεικνύεται ότι όσο μία χώρα πλησιάζει στο να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομική της ελευθερία αυξάνεται. Μάλιστα, η αύξηση της οικονομικής ελευθερίας των υπό ένταξη χωρών δεν περιορίζεται μόνο στις ενταξιακές υποχρεώσεις αλλά φαίνεται να αφορά και το ευρύτερο ρυθμιστικό και διοικητικό τους περιβάλλον.
Σημαντικότερος παράγοντας αύξησης της οικονομικής ελευθερίας των υπό ένταξη χωρών φαίνεται να είναι το ελεύθερο εμπόριο, κυρίως χάρη στην κατάργηση πολλών μορφών εμποδίων στις εμπορικές συναλλαγές εντός της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Επιπλέον παράγοντες αύξησης της οικονομικής ελευθερίας είναι η βελτίωση της ρυθμιστικής ποιότητας, η νομισματική σταθερότητα και η συγκράτηση των επιτοκίων, η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης και η προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Η νέα έρευνα του ΚΕΦίΜ μελετά τον βαθμό επίδρασης των ενταξιακών μεταρρυθμίσεων που ορίζει η ΕΕ για τα κράτη μέλη και τις υπό ένταξη χώρες, στην αύξηση ή τη μείωση της οικονομικής ελευθερίας των χωρών που βρέθηκαν σε διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΕ κατά την περίοδο 2000-2017. Η ανάλυση βασίστηκε στα δεδομένα που διαθέτει το Ινστιτούτο Fraser για τον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας και καλύπτει ένα δείγμα 46 χωρών για ένα διάστημα 18 ετών (2000-2017). Η υπό μελέτη περίοδος χαρακτηρίζεται ως περίοδος της μεγάλης διεύρυνσης, αφού συνολικά 13 νέες χώρες εντάχθηκαν τότε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ, Αλέξανδρος Σκούρας υπογράμμισε σχετικά με τη μελέτη ότι «Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο, μεταξύ των οποίων το Brexit και η άνοδος του λαϊκισμού, μας κάνουν συχνά να ξεχνάμε τα γερά θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θεμέλια που περιλαμβάνουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τους ισχυρούς θεσμούς, τη συμμετοχή στο ελεύθερο εμπόριο, την κοινή αγορά, και την οικονομική ανταγωνιστικότητα. Η μελέτη αυτή αναδεικνύει, με σαφήνεια και εμπειρικά δεδομένα, ότι η πολυπόθητη συμμετοχή στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρώπης προϋποθέτει την αύξηση της οικονομικής ελευθερίας στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες».
Από την πλευρά του ο κύριος ερευνητής και συγγραφέας της μελέτης Μάνος Σχίζας, δήλωσε: «Η μελέτη αυτή είναι μια καλή αρχή για όσους θέλουμε έναν πιο τεκμηριωμένο διάλογο σχετικά με τον χαρακτήρα και το μέλλον της Ευρώπης. Μετά από τις πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων 12 ετών, δεν είναι παράλογο να φανταστεί κανείς ότι υπερισχύουν στην ΕΕ οι δυνάμεις του προστατευτισμού και του πατερναλισμού όπως ισχυρίζονται (ενίοτε δικαιολογημένα) οι Ευρωσκεπτικιστές. Τα στοιχεία μας λένε το αντίθετο: η ένταξη στην ΕΕ και η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου δεν μειώνουν την οικονομική ελευθερία, μάλλον βοηθούν στην εμπέδωσή της. Αυτό ισχύει ακόμη κι όταν συγκρίνουμε την τροχιά υπό ένταξη χωρών με αυτήν των πλουσιότερων φιλελεύθερων κρατών εκτός ΕΕ».
Η πρωτότυπη έκδοση της μελέτης “Ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οικονομική ελευθερία: μία εμπειρική ανάλυση της επίδρασης της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της διαδικασίας εισόδου στην οικονομική ελευθερία” δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο από το European Liberal Forum, με την υποστήριξη του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης (Ελλάδα) και του Centro di Ricerca e Documentazione Luigi Einaudi (Ιταλία), και είναι διαθέσιμη εδώ.