Η ελληνική κυβέρνηση ζητεί να επιστραφεί στη χώρα μια κεφαλή Κενταύρου από τον Παρθενώνα που εκτίθεται εδώ και 160 χρόνια στο μουσείο Martin von Wagner του πανεπιστημίου Βίρτσμπουργκ στη Γερμανία, κάτι που όμως το πανεπιστήμιο αρνείται να κάνει, σύμφωνα με το ΑΠΕ.
Δυστυχώς, τόσο οι διεθνείς νόμοι όσο ακόμα και η σύμβαση της UNESCO για την διαυγή προέλευση αντικειμένων μετά το 1970, δεν επιτρέπουν στη χώρα μας περιθώρια αισιοδοξίας. Η οποιαδήποτε συζήτηση και διαπραγμάτευση, καθίσταται έτι δυσκολότερη από το καθεστώς που αντιμετωπίζουν όσα γλυπτά του Παρθενώνα έκλεψε ο Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα. Η επιμονή των Βρετανών να κρατήσουν τα προϊόντα λεηλασίας, φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση την Ελλάδα ως προς το να ζητήσει και άλλες αρχαιότητες από το ίδιο σύνολο.
Τώρα η ελληνική κυβέρνηση ζητεί την επιστροφή του, λέει το ΑΠΕ, όπως δηλώνει ο Jochen Griesbach καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ. Ισως όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Σύμφωνα με όσα λέει παρακάτω, λαμβάνουν «τακτικά επιστολές από την Ελβετία. Εκεί έχει την έδρα της μια επιτροπή για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα. Όμως η απάντηση είναι η ίδια: δυστυχώς δεν μπορούμε να δώσουμε πίσω το έργο». Προφανώς, λοιπόν, η επιτροπή για την επανένωση των μαρμάρων καταθέτει τα αιτήματα, και όχι η ίδια η κυβέρνηση (η οποία, άλλωστε, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου).
Η κεφαλή του Κενταύρου είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 2.400 ετών και βρισκόταν σε μετόπη του Παρθενώνα, μεγάλο μέρος της οποίας βρίσκεται εδώ και 200 χρόνια στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Περιήλθε στην κατοχή του Μάρτιν φον Βάγκνερ -ενός Γερμανού ζωγράφου, γλύπτη και συλλέκτη έργων τέχνης— το πρώτο μισό του 19ου αιώνα από μια ιταλική ιδιωτική συλλογή. Τότε δεν γνώριζε ότι το έργο τέχνης αυτό αποτελούσε μέρος του Παρθενώνα
Το πανεπιστήμιο δικαιολογεί την άρνησή του λέγοντας ότι η κεφαλή του Κενταύρου ήταν κληροδότημα του Martin von Wagner, ο οποίος είχε τονίσει ότι δεν μπορεί να πουληθεί ή να δοθεί αλλού. Μάλιστα τονίζει ότι το σχετικό έγγραφο με την απαίτηση του φον Βάκγνερ, που χρονολογείται από το 1858, βρίσκεται στο αρχείο του πανεπιστημίου.