Ο αντιπρόεδρος της ΝΔ, Κωστής Χατζηδάκης μίλησε σήμερα στο Intelligent Leaders Summit του Economist που πραγματοποιείται στο ξενοδοχείο ΑΣΤΗΡ ΠΑΛΑΣ της Βουλιαγμένης.
Όπως τόνισε στα βασικά σημεία της ομιλίας του, η συνταγή για επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη λύση είναι δεδομένη: «συγκεκριμένα, απαιτείται στροφή στην επιχειρηματικότητα και την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, ωστόσο δυστυχώς όμως, ακόμα και σήμερα, αυτό δεν είναι κοινώς αποδεκτό. Υπάρχουν ακόμη κάποιοι που πιστεύουν πως η ανάπτυξη μπορεί να έρθει στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στις δημόσιες επενδύσεις. Αυτή η διαφωνία μπορεί κάποτε να αποτελούσε βάση ενός ιδεολογικού debate, σήμερα όμως δεν έχει καμία λογική. Απλούστατα γιατί τα λεφτά για δημόσιες επενδύσεις είναι πολύ περιορισμένα».
Σημείωσε επίσης ότι «πολύς λόγος γίνεται, για παράδειγμα, για τα ΕΣΠΑ, τα οποία πράγματι αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο. Είναι όμως ένα συμπληρωματικό εργαλείο, το οποίο δεν μπορεί να σηκώσει μόνο του το βάρος. Σύμφωνα με μελέτες, άλλωστε, οι πόροι του ΕΣΠΑ αντιστοιχούν μόλις στο ένα πέμπτο περίπου των επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα».
Για τον αναπτυξιακό νόμο που φέρνει η κυβέρνηση φέρνει αυτές τις μέρες, χωρίς να θέλει να μπει σε λεπτομέρειες, είπε ότι «ακόμα και ο καλύτερος αναπτυξιακός νόμος στον κόσμο δεν μπορεί να έχει αισθητό αντίκτυπο όταν δεν υπάρχουν χρήματα. Χαρακτηριστικό είναι πως το εθνικό σκέλος δαπανών ήταν κάποτε 4-5 δις ενώ σήμερα είναι μόλις 750 εκατομμύρια».
Οι προϋποθέσεις για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, κατά τον κ. Χατζηδακη, είναι «πρώτα από όλα η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας. Δεν χρειάζεται να σας κουράσω μιλώντας αναλυτικά για τη ζημιά που έχει γίνει στην αξιοπιστία της χώρας τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Είμαι σίγουρος πως την έχετε ζήσει με πολλούς τρόπους».
Σχετικά με τις επιπτώσεις στην οικονομία, τις οποίες χαρακτήρισε οδυνηρές, ανέφερε ότι «τον Νοέμβριο του 2014 οι εκτιμήσεις της Κομισιόν ήταν για 2,9% ανάπτυξη το 2015 και 3,7% ανάπτυξη το 2016. Σήμερα οι ίδιες εκτιμήσεις είναι για -0,2% το 2015 και -0,3% το 2016. Το διεθνές think tank Lisbon Council αποτίμησε το κόστος της ηρωικής διαπραγμάτευσης στα 45 δις ευρώ. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις από 1,67 δις το 2014 έπεσαν στο -0,29 δις ευρώ το 2015».
Για αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας στα μάτια των επενδυτών, σημείωσε ότι «όσο τα ίδια τα στελέχη της κυβέρνησης συνεχίζουν να σαμποτάρουν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, δύσκολα», ενώ αναρωτήθηκε «γιατί να μην προτιμήσουν οι επενδυτές μια χώρα στην οποία η κυβέρνηση είναι στην πράξη φιλική προς τις επενδύσεις;».
Τη δεύτερη προϋπόθεση, κατά τον κ. Χατζηδάκη, αποτελεί η ρευστότητα. «Αν τα σημερινά χαμηλά επίπεδα ρευστότητας διατηρηθούν, το να συζητάμε για το πώς θα στηρίξουμε την ανάπτυξη είναι σαν να συζητάμε για το πώς θα επιταχύνει ένα αμάξι χωρίς βενζίνη. Η αποκατάσταση της ρευστότητας απαιτεί:
- Επαναφορά της ομαλότητας στο τραπεζικό σύστημα το οποίο υπέστη τεράστια πλήγματα από τις κινήσεις της κυβέρνησης τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, τα capital controls κλπ.
- Ενεργοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων όπως το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο το οποίο δημιουργήθηκε το 2014 με τη συμμετοχή διεθνών κεφαλαίων. Σκοπός του Ταμείου είναι η πρόσβαση σε δάνεια με ευνοϊκούς όρους και η παροχή κεφαλαιουχικής συμμετοχής σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με προοπτική ανάπτυξης. Ο ίδιος ο Ευρωπαίος επίτροπος Κατάινεν έχει μιλήσει για το πόσο σημαντική αναπτυξιακή προοπτική έχει αυτή η πρωτοβουλία, όμως, η κυβέρνηση έχει επιλέξει την έχει βάλει στο ψυγείο. Τέτοια εργαλεία είναι πολύτιμα ειδικά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις που μπορούν να συνεισφέρουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, καινοτομώντας και δημιουργώντας προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτού του είδους οι εταιρίες μένουν σήμερα καθηλωμένες από την έλλειψη ρευστότητας».
Ως τρίτη προϋπόθεση, ανέφερε τον εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος:
«Σήμερα ένας επενδυτής δεν γνωρίζει τι φορολογικές επιβαρύνσεις θα αντιμετωπίζει σε έναν μήνα. Για αυτό οφείλω να πω πως ευθύνεται και η τρόικα, τόσο επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, όσο και τώρα. Είναι σαφές όμως πως η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη ελαφρότητα την επιβολή νέων φόρων, παίζοντας την κολοκυθιά με διαφορετικού είδους επιβαρύνσεις, ενίοτε και λίγες ώρες πριν ψηφιστεί ένα νομοσχέδιό της. Η σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου είναι εκ των ων ουκ άνευ για την προσέλκυση σοβαρών επενδυτών.
Παράλληλα, φυσικά, απαιτείται να μπει ένα τέλος στην υπερφορολόγηση. Η σημερινή κυβέρνηση συχνά πανηγυρίζει για νέους φόρους, ισχυριζόμενη πως αυτοί συμβάλλουν στην επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Φυσικά δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το ολέθριο αντίκτυπο που αυτοί οι φόροι έχουν στην οικονομία. Ο ίδιος ο κ. Τσακαλώτος, άλλωστε, παραδέχτηκε πως το πακέτο μέτρων που ψηφίστηκε πριν λίγες μέρες ήταν υφεσιακό.
Στη Νέα Δημοκρατία δεν ισχυριζόμαστε πως είμαστε αλάθητοι στον συγκεκριμένο τομέα. Είχαμε αρχίσει όμως να μειώνουμε τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Σήμερα η λογική που βρίσκεται στον πυρήνα της κυβερνητικής μας πρότασης είναι "λιγότεροι φόροι-λιγότερες δαπάνες"».
Τέταρτη προϋπόθεση, συνέχισε, είναι η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, η οποία προϋποθέτει την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
«Ως υπουργός είχα υλοποιήσει πρωτοβουλίες όπως τη μείωση του ελάχιστου απαιτούμενου κεφαλαίου για τη σύσταση εταιριών, καθώς και ρυθμίσεις για την απλοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (πχ τυποποιημένο καταστατικό). Αποτέλεσμα:
- Βελτίωση της θέσης της Ελλάδας ως προς την ανταγωνιστικότητά της στην Έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας κατά 28 θέσεις (από 100η το 2012 σε 72η το 2014).
- Στον δείκτη «Έναρξη Επιχείρησης» (Starting a Business) η χώρα ανέβηκε κατά 111 θέσεις, από την 147η στην 36η.
Παράλληλα, είχα προωθήσει ένα πλαίσιο για την απλούστευση της αδειοδότησης των επιχειρήσεων, το οποίο μείωνε κατά 60% τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για το άνοιγμα μιας επιχείρησης. Δυστυχώς, η κυβέρνηση αδικαιολόγητα έχει βάλει την συγκεκριμένη πρωτοβουλία στον πάγο ως προς την έκδοση των αναγκαίων υπουργικών αποφάσεων».
Τέλος, κλείνοντας τόνισε ότι ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων.
«Μια καλή μέθοδος για να γίνει αυτό είναι μέσω έργων ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα) μέσω των οποίων προσελκύονται ιδιωτικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, αξιοποιείται η τεχνογνωσία του ιδιωτικού τομέα για την υλοποίηση έργων που βελτιώνουν αισθητά την ποιότητα ζωής των πολιτών και αυξάνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Ενδεικτικό είναι πως τέτοιου είδους έργα προωθεί πρωτίστως το πακέτο Γιουνκέρ. Το 2014 η Ελλάδα ήταν τρίτη στην Ευρώπη βάσει αξίας νέων συμβάσεων ΣΔΙΤ σε σχέση με το ΑΕΠ της. Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση εμφανίζεται αντίθετη σε τέτοιες πρωτοβουλίες, όπως έχει δείξει με τη στάση της απέναντι στα ΣΔΙΤ για τα απορρίμματα».
«Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, κυρίες και κύριοι», είπε ολοκληρώνοντας, «το είδος των κινήσεων που πρέπει να γίνουν για να δοθεί αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία μας και να βγει η χώρα από την κρίση. Η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων οφείλει να αποτελεί κύρια προτεραιότητα και είναι χρέος μας να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, ώστε να μπορέσουμε να εκπλήξουμε ευχάριστα και να κινηθούμε αποφασιστικά προς ένα καλύτερο μέλλον».