O Πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε την αύξηση κατά 50% του κατώτατου μισθού και υποσχέθηκε μέτρα για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Δεν συγκεκριμενοποίησε τι μέτρα μπορεί να είναι αυτά. Η κινήσεις αυτές ήλθαν μετά από μία ακόμη υποτίμηση της λίρας (σχεδόν 6%) ως αποτέλεσμα της μείωσης κατά μία μονάδα των επιτοκίων, ενώ σήμερα η κατάρρευση της ημέρας, δυστυχώς, έφτασε το 8%.
Από τον Σεπτέμβριο τα επιτόκια έχουν μειωθεί πέντε φορές από το 19 στο 15%.. Σε αυτή την περίοδο η αξία της λίρας έναντι του δολαρίου μειώθηκε στο μισό και ο επίσημος πληθωρισμός ξεπέρασε το 20% έναντι επίσημου στόχου 5%. Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας έχει παρέμβει τέσσερις φορές στην αγορά συναλλάγματος σε διάστημα μόλις δύο εβδομάδων χωρίς αποτέλεσμα εκτός από την απομείωση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων.
Ο Τούρκος Πρόεδρος φαίνεται να ελπίζει ότι η ισχυρή μετά-Covid ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας θα είναι τέτοια που θα κάνει τις αγορές να ηρεμήσουν και να ξαναδούν την Τουρκία ως ένα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Η πρόβλεψη είναι για ανάπτυξη 9% με την βιομηχανική παραγωγή να επιστρέφει στα προ πανδημίας επίπεδα.
Για τον Πρόεδρο, η αναμέτρηση με τις αγορές έχει πάρει την μορφή ενός νέου πολέμου οικονομικής ανεξαρτησίας. Ο προφανής οικονομικός ανορθολογισμός του τον έχει φέρει αντιμέτωπο με σχεδόν όλη την οικονομική ελίτ της χώρας αλλά και με στελέχη του ίδιου του κομματικού apparatus το οποίο βλέπει ότι το φάσμα της εκλογικής ήττας ενισχύεται μαζί με την λαϊκή δυσαρέσκεια. Προς το παρόν, η δυσφορία εκφράζεται διακριτικά.
Η εικοσαετής πολιτική κυριαρχία του Προέδρου Ερντογάν βασίστηκε πάνω από όλα στην εντυπωσιακή ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης. Η Τουρκία έγινε ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός εξαιτίας της μεγάλης μείωσης της φορολογίας. Μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις που αναζητούσαν εναλλακτικές στην ακριβή Ευρώπη βρήκαν στην Τουρκία μεγάλες ευκαιρίες και ιδανικές συνθήκες για την εγκατάσταση μεγάλων παραγωγικών μονάδων. Ο Πρόεδρος ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 είχε μαζέψει γύρω του συνεργάτες με αναγνωρίσιμα βιογραφικά στις διεθνείς αγορές.
Από εκείνη την ομάδα δεν έχει μείνει σχεδόν κανένας να βοηθήσει στον στρατηγικό οικονομικό σχεδιασμό. Τώρα οι επιλογές γίνονται μόνο με ένα κριτήριο: την αφοσίωση και την χωρίς αμφισβήτηση πίστη στον Πρόεδρο του οποίου η εκδοχή οικονομικής ανεξαρτησίας βασίζεται σε μία θεωρία ότι τα χαμηλά επιτόκια αυτομάτως και χωρίς άλλες προϋποθέσεις θα οδηγήσουν σε επενδυτική έκρηξη.
Κατά την προεκλογική περίοδο του 2018 τα επιτόκια έπεσαν και η οικονομία αναπτύχθηκε με υψηλούς ρυθμούς. Και τότε η λίρα υποχώρησε και ο πληθωρισμός ανέβηκε αλλά οι αγορές δεν εγκατέλειψαν την Τουρκία αφού μετά την υπερθέρμανση η κεντρική τράπεζα εφάρμοσε πιο ορθόδοξες πολιτικές. Αλλά αυτή ήταν μια σύντομη περίοδος πριν ο Πρόεδρος αρχίσει να απολύει το έναν μετά τον άλλον τους κεντρικούς τραπεζίτες.
Τώρα πλέον τα πράγματα δείχνουν να είναι εκτός ελέγχου και αν και η κατάσταση των τραπεζών δεν ήταν άσχημη, η ραγδαία υποτίμηση οδηγεί σε απώλεια της εμπιστοσύνης και ο κίνδυνος ενός bank run δεν είναι αμελητέος.
Αυτή την στιγμή όλες οι επιλογές είναι κακές και τα λιγότερα κακά σενάρια αφορούν σε περιορισμό των ζημιών. Όμως απαιτούνται συγκεκριμένες κινήσεις που ο Πρόεδρος δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει. Η πολιτική αβεβαιότητα θα κάνει τις αντιδράσεις του ακόμη πιο σκληρές σε όλα τα πεδία πολιτικής. Οι προσδοκίες μετριοπάθειας στην εξωτερική πολιτικής ήταν έτσι κι αλλιώς ελάχιστες.
Υπάρχει ένα καλό σενάριο: η ανάγκη αντιμετώπισης της κρίσης να οδηγήσει αν όχι σε σχετική μετριοπάθεια, τουλάχιστον σε κινήσεις που δεν θα κλιμακώνουν καθώς η όποια κλιμάκωση από πλευράς Τουρκίας θα εξαερώσει την όποια - ελάχιστη σε κάθε περίπτωση - «υπομονή» των αγορών.
Το κακό σενάριο είναι η ανάγκη να ανακοπεί η δυναμική αποσυσπείρωσης της εκλογικής βάσης του AKP να αυξήσει τον πειρασμό για κλιμάκωση της έντασης σε μέτωπα που θεωρούνται ελκυστικά. Και η Κύπρος και η Ελλάδα είναι τέτοια.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ερευνητικός Εταίρος στο ΙΔΙΣ.