Δυσοίωνες εκτιμήσεις για τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή, τις σχέσεις της με την Ελλάδα και τον δυτικό κόσμο γενικότερα, αλλά και για την διακυβέρνηση Ερντογάν κάνει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Μιχαηλίδης διδάκτορας ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ με έρευνα στην Τουρκία για θέματα μειονοτήτων.
Αναλύοντας τα δεδομένα από την στάση και τις διακηρύξεις του Τούρκου προέδρου, πριν και μετά τις εκλογές, ο κ. Μιχαηλίδης πιστεύει ότι η Τουρκία θα γίνεται όλο και πιο εθνικιστική, ότι τα οικονομικά της προβλήματα είναι σοβαρά, ενώ η οικονομία της μετατρέπεται σταδιακά σε οικονομία πολέμου, ενώ προβλέπει ότι ο απολυταρχικός τρόπος διακυβέρνησης του Ερντογάν θα ενταθεί και οι διώξεις θα γίνουν ακόμη περισσότερες.
Σχέσεις με Ελλάδα
Για τις σχέσεις Τουρκίας -Ελλάδας, ο κ. Μιχαηλίδης εκτιμά ότι η Άγκυρα «θα συνεχίσει τις διεκδικήσεις της και μάλιστα πιο έντονα έναντι της Ελλάδας». Αυτό, προσθέτει, «μαρτυρούν οι δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων αλλά και τα εξοπλιστικά προγράμματα τα οποία ανακοινώνονται και γίνεται προσπάθεια να υλοποιηθούν. Το αν θα υλοποιηθούν θα εξαρτηθεί και από τις οικονομικές εξελίξεις».
Η Τουρκία, εκτιμά ο κ. Μιχαηλίδης, «θέλει να είναι η ίδια κέντρο διαμετακόμισης ενέργειας προς την Δύση και δεν επιθυμεί καμιά γειτονική της χώρα να έχει τέτοιο ρόλο γιατί το θεωρεί απειλή στα κακώς εννοούμενα εθνικά της συμφέροντα. Το καθεστώς θα συνεχίσει να προπαγανδίσει τον εαυτό του ως την πλευρά που επιθυμεί λύση στο κυπριακό και στις σχέσεις με την Ελλάδα και να κατηγορεί Κύπρο και Ελλάδα για αδιαλλαξία. Αυτή η προπαγάνδα πρέπει να αντιμετωπιστεί με άλλου τύπου πολιτικές. Οι τουρκικές ελίτ βλέπουν ότι το γεωπολιτικό τους περιβάλλον ρευστοποιείται και θα κάνουν κάθε τι δυνατό για να υποβιβάσουν Ελλάδα και Κύπρο και να τις υποτάξουν σε μια τουρκική ηγεμονία. Η τουρκική κρατική ελίτ έχει ακόμα την κακή συνήθεια να θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο αυτοκρατορίας και αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και να επιλύσουμε. Αυτή είναι η καρδιά των λεγόμενων ελληνοτουρκικών προβλημάτων, ο τουρκοσουνιτικός μεγαλοϊδεατισμός».
Σχέσεις με ΕΕ -Δύση
«Οι σχέσεις με την ΕΕ θα δοκιμασθούν περισσότερο», υπογραμμίζει ο κ. Μιχαηλίδης και ως αιτία θεωρεί ότι «το καθεστώς καλλιεργεί αντιδυτική υστερία και σοβινισμό στην κοινωνία κατηγορώντας τους δυτικούς για τα δεινά της χώρας, συσκοτίζοντας έτσι την μία και πραγματική αιτία όλων των προβλημάτων, την παντελή έλλειψη δημοκρατίας και την απόλυτη διαφθορά του συστήματος». Ταυτόχρονα, προσθέτει, «η Τουρκία θα συνεχίσει να απειλεί την ΕΕ με αποστολή χιλιάδων προσφύγων προκειμένου να κερδίζει χρόνο και χρήμα αλλά και να προπαγανδίζει τον εαυτό της ως χρήσιμο και αναντικατάστατο εταίρο της Δύσης στην περιοχή».
Αναφορικά με δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων ότι επιθυμούν συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, ο κ. Μιχαηλίδης πιστεύει ότι «αποτελούν προπαγάνδα που στόχο έχει να νομιμοποιήσει το καθεστώς στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης αλλά και να κερδίσει χρόνο να ανασυνταχθεί μετά τις αναταράξεις στην κρατική γραφειοκρατία. Η εμμονή της Τουρκίας να καταργηθεί η βίζα για τους πολίτες της που ταξιδεύουν στην ΕΕ είναι κομμάτι μιας στρατηγικής για να εκκενωθεί η χώρα από όλες τις φιλελεύθερες φιλοδυτικές δυνάμεις και από μειονότητες, οι οποίες βεβαίως θα μεταναστεύσουν άμεσα, λόγω πίεσης στο εσωτερικό», τονίζει ο κ. Μιχαηλίδης και προσθέτει: «Στόχος είναι να αλλάξουν οι δημογραφικές ισορροπίες στο εσωτερικό, να ανακοπεί η δημογραφική άνοδος Κούρδων και αλεβιτών και να ενισχυθούν οι σουνίτες μουσουλμάνοι, πιστοί στον Ερντογάν και στο καθεστώς».
Επισημαίνει ακόμα ότι «η Τουρκία επιδιώκει, επίσης, σε συνεργασία με την Ρωσία, να καταστεί κόμβος διαμετακόμισης φυσικού αερίου προς την Δύση. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αυτοκτονία για τις βιομηχανικές υποδομές της ΕΕ γιατί η Τουρκία πρόκειται να χρησιμοποιήσει και αυτό το εργαλείο εκβιαστικά για να κερδίσει σε άλλα μέτωπα. Η ΕΕ δεν έχει λόγο να δώσει τα κλειδιά της ενεργειακής της ασφάλειας σε ένα αναξιόπιστο κράτος που ενισχύει ισλαμιστές τρομοκράτες και απειλεί μέλη της αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη».
Ο κ. Μιχαηλίδης λέει πως «επιπλέον πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι οι τουρκικές κρατικές ελίτ δεν επιθυμούν η χώρα τους να γίνει μέλος της ΕΕ, προτιμούν να είναι ένας αυτόνομος διεθνής παίκτης, μια παγκόσμια δύναμη όπως οι ίδιοι θέλουν να πιστεύουν, που θα διαμεσολαβεί μεταξύ ισλαμικού κόσμο και Δύσης. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι εφικτό και θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τα συμφέροντα της Δύσης. Η ΕΕ δεν έχει ανάγκη την Τουρκία. Το αντίθετο συμβαίνει, μιας και η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Το καθεστώς της Άγκυρας φοβάται την Δύση και αυτό που εκπροσωπεί, την δημοκρατία και την ελευθερία».
Το νέο σύστημα διακυβέρνησης
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι επισημάνσεις του κ. Μιχαηλίδη για το νέο σύστημα διακυβέρνησης, υπογραμμίζοντας ότι «το νέο σύστημα παρέχει τρομακτικές υπερεξουσίες στον επικεφαλής του κράτους τις οποίες κανένας ηγέτης της Τουρκίας μέχρι σήμερα δεν διέθετε. Ούτε και ο ιδρυτής της χώρας, ο δικτάτορας αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Μουσταφά Κεμάλ».
Στο νέο σύστημα, προσθέτει, «δεν υπάρχει πρωθυπουργός και ο ρόλος του υπουργικού συμβουλίου στη διακυβέρνηση της χώρας αλλάζει και υποβιβάζεται. Ο Τ. Ερντογάν θα είναι επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας και θα διορίζει τα μέλη του νέου υπουργικού συμβουλίου όπως επιθυμεί και με ανθρώπους εκτός βουλής. Θα έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων τα οποία έχουν ισχύ νόμου, ενώ ο ίδιος θα μπορεί να επιλέγει και να διορίζει την ηγεσία του δικαστικού σώματος».
Επίσης, λέει ότι «ο διορισμός ανωτάτων στελεχών της κρατικής γραφειοκρατίας θα γίνεται και πάλι αποκλειστικά από τον Τ. Ερντογάν. Η χώρα θα διοικείται από τον ίδιο με την βοήθεια 16 υπουργείων, 9 επιτροπών και 4 ειδικών γραφείων που ιδρύονται με το νέο σύστημα».
«Θα έλεγα πως στην ουσία καταργείται το σύνταγμα!,», τονίζει ο κ. Μιχαηλίδης. Για παράδειγμα, σημειώνει, «με διάταγμά του ο Ερντογάν πριν από λίγες ημέρες κατήργησε και έκλεισε μέχρι και τα κρατικά θέατρα!». Ευρύτερος στόχος του όμως είναι «να ανασυγκροτήσει την γραφειοκρατία και να την εκκαθαρίσει από δημοκρατικές και φιλελεύθερες φωνές. Γίνεται ένα format στο κράτος. Είναι εντυπωσιακό ότι όλα έγιναν πολύ γρήγορα και η κοινωνία, ακόμα και αυτοί που ψήφισαν Ερντογάν, αλλά και ο ακαδημαϊκός κόσμος, δεν γνωρίζουν πως θα λειτουργήσει στην πράξη αυτό το σύστημα. Υπάρχει τεράστια σύγχυση και σοβαρό έλλειμμα πληροφόρησης καθώς και μεγάλος φόβος. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το σύστημα αυτό επιβλήθηκε διά της βίας, της νοθείας και εν μέσω απειλών και καλλιέργειας κλίματος φόβου και σοβινιστικού παροξυσμού.
Το σύστημα αυτό καταργεί την διάκριση των εξουσιών και δεν υπάρχει κανένας θεσμικός έλεγχος στις πράξεις και στις εξουσίες του υπερπροέδρου. Για αυτό και δεν μοιάζει με τα συστήματα των ΗΠΑ και της Γαλλίας παρά το ότι επιχειρείται να προπαγανδισθεί ως παρόμοιο με αυτά. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια δικτατορικού τύπου εξουσία και διοίκηση η οποία καλύπτεται από έναν μανδύα δημοκρατικοφάνειας που στηρίζεται σε μια αμφιλεγόμενη εκλογική πλειοψηφία».
Ο διχασμός θα ενταθεί
Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη «η Τουρκία γίνεται πολύ πιο εθνικιστική. Αντί να κάνει βήματα μπροστά με περισσότερη διοικητική αποκέντρωση όπως πολλά τμήματα της κοινωνίας επιθυμούσαν, η χώρα αυτή έκανε βήματα πίσω επιβάλλοντας μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό. Πήγε πολλά χρόνια πίσω. Όποιες θετικές αλλαγές έγιναν και η όποια φιλελευθεροποίηση λόγω διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, καταργούνται. Οι πολιτικές ελίτ και ο στρατός πιστεύουν ότι η δημοκρατία οδηγεί σταδιακά στην ανάπτυξη φυγόκεντρων δυνάμεων. Με λίγα λόγια, το βαθύ κράτος πάτησε φρένο. Η καταπίεση και οι διώξεις στο εσωτερικό θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση. Το σύστημα αυτό αποκλείει το κοινοβούλιο, ουσιαστικά το καθιστά διακοσμητικό, επομένως αποκλείει και την επιρροή της κοινωνίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων».
Όπως διαμορφώνεται το σύστημα, λέει ο κ. Μιχαηλίδης παρέχει την δυνατότητα στη σουνιτική πλειοψηφία να κυριαρχεί εσαεί έναντι άλλων κοινοτήτων και δυνάμεων όπως οι αλεβίτες, οι κούρδοι και άλλοι οι οποίοι επιθυμούν ουσιαστικό εκδημοκρατισμό. Οι εσωτερικοί κοινωνικοί διχασμοί και το πολιτικό σχίσμα μεγαλώνουν.
Το κουρδικό ζήτημα
Απαντώντας στο ερώτημα για το κουρδικό ζήτημα ο κ. Μιχαηλίδης εκτιμά ότι στο θέμα αυτό, αντί του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης, το τουρκικό κράτος επέλεξε την οδό της βίας και της καταστολής, καθώς στόχος είναι «να εξουδετερώσει όλους τους θύλακες του ΡΚΚ εντός και εκτός της χώρας και να απονευρώσει την πολιτική έκφραση του κουρδικού κινήματος με χιλιάδες φυλακίσεις, καθαιρέσεις εκλεγμένων δημάρχων κλπ».
Το κράτος, προσθέτει, «καταργεί όλα τα κεκτημένα της κουρδικής κοινότητας και επιστρέφει σε μια πολιτική βίαιης αφομοίωσης και καταστολής. Το ίδιο ισχύει και για άλλες μεγάλες κοινότητες όπως οι αλεβίτες, μια πραγματική καταπιεσμένη θρησκευτική κοινότητα που αριθμεί περισσότερα από 20 εκατομμύρια μέλη. Πρόκειται για μια τραγική εξέλιξη. Το τουρκικό κράτος θα επιχειρήσει να συνεχίσει, για όσο του επιτραπεί, στρατιωτικές επιχειρήσεις εντός Συρίας και Ιράκ και θα επιδιώξει να ελέγξει αυτά τα εδάφη εγκαθιστώντας εκεί σουνίτες Άραβες. Στρατηγική επιδίωξη της Τουρκίας είναι η αλλοίωση των δημογραφικών ισορροπιών στην περιοχή εις βάρος των εκκοσμικευμένων και φιλοδυτικών Κούρδων και υπέρ των σουνιτών μουσουλμάνων, τους οποίους βέβαια πιστεύει ότι θα ελέγχει ευκολότερα».
Η Οικονομία
Ως προς την πορεία της οικονομίας τέλος, ο κ. Μιχαηλίδης κάνει λόγο για ύπαρξη τοξικού κλίματος, κυρίως όμως εκτιμά ότι η τουρκική οικονομία μετατρέπεται σε οικονομία πολέμου. Ειδικότερα, αναφέρει: «Η πτώση της τουρκικής λίρας, η διαρκής άνοδος του πληθωρισμού και η διαφυγή κεφαλαίων από τη χώρα δημιουργούν ένα τοξικό κλίμα που όμως δεν θεωρώ ότι θα έχει πολιτικές συνέπειες. Το αυταρχικό καθεστώς είναι σε θέση διά της βίας να αντιμετωπίσει τις όποιες κοινωνικές διαμαρτυρίες προκύψουν λόγων της οικονομικής κρίσης στην οποία εισέρχεται. Τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ για την τουρκική οικονομία η οποία στηριζόταν στα δάνεια και στην εισροή ξένου κεφαλαίου. Επιπλέον, η οικονομία της χώρας μετατρέπεται σε σημαντικό βαθμό σε οικονομία πολέμου με τις πολεμικές βιομηχανίες και την οικονομική ενίσχυση του στρατού να έχουν κεντρικό ρόλο».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ