Η εξέλιξη της διεθνούς επιστημονικής έρευνας και των πολιτικών αποφάσεων των Υπουργείων Παιδείας σε προηγμένες χώρες επικεντρώνεται στο πώς επιλέγονται τα πρόσωπα που διοικούν στην Εκπαίδευση, με ποια κριτήρια αξιολογείται το έργο τους και ποια κατάρτισή τους θεωρείται αξιόλογη για να καταστεί αποτελεσματικό το εκπαιδευτικό σύστημα που διαχειρίζονται. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, γιατί τα ερωτήματα αυτά δεν αποτελούν θέματα κοινωνικού και εκπαιδευτικού διαλόγου στη χώρα μας, ζητήματα μιας εθνικής πολιτικής ατζέντας με διακηρυγμένο Όραμα για την Παιδεία και τα Σχολεία του τόπου μας.
Μας ενδιαφέρει ως κοινωνία να λειτουργούμε Σχολεία με όραμα και στόχους; Επιθυμούμε τα παιδιά αυτού του τόπου να εκπαιδεύονται με γνώσεις και δεξιότητες που θα τους καταστήσουν ευτυχισμένους και ικανούς να επιβιώσουν και να διαπρέψουν ως πολίτες του κόσμου; Είναι στις επιδιώξεις μας εκπαιδευτικοί και μαθητές/τριες να συνυπάρχουν με κίνητρα στη μαθησιακή διαδικασία; Θέλουμε να ξέρουμε τι μαθαίνουν τα παιδιά μας και αν αυτά που προσφέρονται ως γνώσεις έχουν αξία και νόημα για τη ζωή τους;
Η ανάγκη για αποτελεσματικά Σχολεία, για έμφαση περισσότερο στις στρατηγικές μάθησης έναντι των μοντέλων διδασκαλίας, για διαφοροποιημένη προσέγγιση και συμπερίληψη, για ένα σχολείο όπου όλοι οι μαθητές/τριες μαθαίνουν ισότιμα, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα πρόσωπα που διαχειρίζονται τα σχολεία, τις Εκπαιδευτικές Περιφέρειες, το διδακτικό προσωπικό της χώρας: τους Διευθυντές των σχολείων, τους Διευθυντές Εκπαίδευσης, τους Υπεύθυνους Εκπαιδευτικών Θεμάτων, τους Συμβούλους Εκπαίδευσης, τους Περιφερειακούς Διευθυντές Εκπαίδευσης.
Τα ερευνητικά αποτελέσματα παγκοσμίως δείχνουν πως τα σχολεία που ταξινομούνται στις παγκόσμιες έρευνες ως «επιτυχημένα» διοικούνται από έναν ικανό Σχολικό Ηγέτη (όχι μονολιθικό μάνατζερ). Έρευνες μισού αιώνα φέρνουν στις διεθνείς λίστες των παραγόντων της σχολικής αποτελεσματικότητας ως καθοριστικό, το πρόσωπο που ηγείται της σχολικής μονάδας. Εκτεταμένες έρευνες για την αποτελεσματικότητα και βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου σε σχολεία της Ευρώπης, των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, του Χονγκ Κονγκ, συμφωνούν πως η ηγεσία αποτελεί κεντρικό παράγοντα στην ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Έτσι, στην πολιτική αυτών και πολλών ευρωπαϊκών χωρών που επιθυμούν την αναβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου, το ερώτημα «ποιον επιλέγουμε για τη διεύθυνση του σχολείου», «πώς θα καταρτίσουμε τα πρόσωπα που θα διοικήσουν και θα οργανώσουν τα σχολεία και τις Περιφέρειες», «με ποια κριτήρια και μεθόδους θα αξιολογήσουμε το έργο τους», αποτέλεσαν κεντρικά ζητήματα σχεδιασμού νέων συστημάτων επιλογής, κατάρτισης και αξιολόγησης των διοικητικών στελεχών εκπαίδευσης.
Με αφορμή τον νέο νόμο 4823/2021 που περιγράφει την επιλογή στελεχών της εκπαίδευσης - ο οποίος δε διαφοροποιείται σημαντικά και ουσιαστικά ως προς τα παραπάνω από τον 4547/2018 – ξεκίνησαν οι διαδικασίες επιλογής διοικητικών στελεχών της Εκπαίδευσης. Ο 4823/2021 της Υπουργού Παιδείας κας Νίκης Κεραμέως είναι ο 19ος σε σειρά νόμος μετά τη μεταπολίτευση, που προτείνει μεταξύ άλλων και ένα «νέο» σύστημα επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης. Αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό της πολιτικής μας κουλτούρας κάθε Υπουργός Παιδείας - με θητεία πέραν του 1 έτους - να προτείνει και ένα «τροποποιημένο» σύστημα επιλογής στελεχών χωρίς να έχει προηγηθεί καμία αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του προηγούμενου ή κάποιος διάλογος για την καταλληλότητα ή την επάρκεια των κριτηρίων του.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στα 4 Περιφερειακά Συμβούλια Επιλογής Διευθυντών Εκπαίδευσης, που ανακοινώθηκαν πρόσφατα, δεν μετέχουν εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενώ για πρώτη φορά ο ένας μόνο εκ των 3 πανεπιστημιακών καθηγητών που επιλέχθηκαν είναι ειδικός στο πεδίο της Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης. Αυτή θα ήταν μία σημαντική θετική εξέλιξη, αν οι συνεντεύξεις διενεργούνταν από ανεξάρτητα Συμβούλια Επιλογής με όλους τους μετέχοντες επιστήμονες – τεχνοκράτες ειδικούς στο πεδίο. Όμως το Υπουργείο Παιδείας προτίμησε να απομακρύνει τους συνδικαλιστικούς φορείς από τη διαδικασία και να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο της συγκρότησης Συμβουλίων Επιλογής με καθαρά κομματικά-κυβερνητικά κριτήρια. Αυτή η αλλαγή δεν υπηρετεί σε καμία περίπτωση μία τεχνοκρατική-επιστημονική προσέγγιση επιλογής των Στελεχών Εκπαίδευσης και σαφώς δε διασφαλίζει αδιάβλητες συνεντεύξεις κύρους από ομάδες ειδικών στο πεδίο.
Η συγκριτική μελέτη και ανάλυση των νόμων για τα συστήματα επιλογής Στελεχών Εκπαίδευσης μετά το 1976 στην Ελλάδα, αναδεικνύει ως μοναδική βασική προϋπόθεση επιλογής την αρχαιότητα: τα στελέχη επιλέγονται ν’ ασκήσουν διοικητικό έργο σε εκπαιδευτικούς οργανισμούς χωρίς να έχουν στις πλείστες των περιπτώσεων καμία κατάρτιση στην Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, δεν απαιτείται καμία εκπαίδευση ή επιμόρφωση σύντομης διάρκειας πριν ή μετά την επιλογή από δημόσιο/κρατικό φορέα. Την ίδια στιγμή όλες οι άλλες θέσεις Διοίκησης σε Δημόσιους Οργανισμούς από το 2007 (Ν 3528/2007 άρθρο 85) υπερμοριοδοτούν μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα δημόσιας διοίκησης ή/και ΜΒΑ όπως και την επιτυχή φοίτηση στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚΔΔΑ), καθιστώντας έτσι τους τίτλους «προαπατούμενους» για τη διεκδίκηση μίας θέσης Προϊσταμένου σε Δημόσιους Οργανισμούς της χώρας. Στις θέσεις ευθύνης Μονάδων Υγείας η κατοχή συναφούς διδακτορικού/μεταπτυχιακού διπλώματος ή ο τίτλος φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης αποτελούν προϋπόθεση αίτησης για τη θέση.
Γιατί η οργάνωση και διοίκηση των Σχολείων και των Μεταδευτεροβάθμιων Κέντρων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΙΕΚ, ΚΕΚ, Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας) υποτιμούνται από τις κρατικές πολιτικές στην χώρα μας;
Όπως μας πληροφορεί η διεθνής έρευνα, οι υψηλές μαθητικές επιδόσεις, η βελτίωση και η αποτελεσματικότητα των σχολικών οργανισμών και κατ’ επέκταση των εκπαιδευτικών συστημάτων εξαρτώνται άμεσα από την ποιότητα της σχολικής ηγεσίας. Διεθνείς πολυετείς έρευνες της σχολικής αποτελεσματικότητας στη Βόρεια Αμερική, στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τις Κάτω Χώρες και τη Σκανδιναβία, καταδεικνύουν την ηγεσία ως τον κεντρικό παράγοντα στην ποιότητα του σχολείου. Ως εκ τούτου, οι πολιτικές των κρατών παγκοσμίως έφεραν στο επίκεντρο τη συζήτηση για τον σχεδιασμό των πιο αποτελεσματικών συστημάτων επιλογής και κατάρτισης στελεχών αναγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα λειτουργίας τους. Μία σύντομη εικόνα από τη διεθνή σκηνή δείχνει την υποχρεωτική παρακολούθηση προγραμμάτων κατάρτισης στην Σουηδία, Φιλανδία, Νορβηγία, Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία, Η.Π.Α, Κίνα, Χονγκ Κονγκ και Σιγκαπούρη. Κάποιες από αυτές (Αγγλία, Σουηδία, Φιλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Η.Π.Α, Χονγκ Κονγκ και Σιγκαπούρη) εφαρμόζουν τόσο προπαρασκευαστικά (πριν την πρόσληψη) όσο και μετά την τοποθέτηση στη θέση προγράμματα κατάρτισης των Σχολικών Ηγετών. Ενώ η κατάρτιση σε Αγγλία, Η.Π.Α, Κίνα, Χονγκ Κονγκ και Σιγκαπούρη διενεργείται μέσω προγραμμάτων καθοδήγησης (mentorship), τα οποία δείχνουν να διαμορφώνουν ικανότατα στελέχη εκπαίδευσης. Αντίστοιχες επενδύσεις διαπιστώνονται στα συστήματα αξιολόγησης των στελεχών εκπαίδευσης με διαμορφωμένα κριτήρια από εξωτερικούς αυτόνομους ή κρατικούς επιστημονικούς φορείς.
Η εφαρμογή καινοτόμων πρακτικών στα συστήματα άλλων χωρών δε σημαίνει ταυτόχρονα πως μπορούν να αποβούν εξίσου αποτελεσματικά «δάνεια» πολιτικής για τα δικά μας σχολεία. Η μελέτη και γνώση της διεθνούς εμπειρίας μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος του τόπου μόνο από ειδικούς επιστήμονες στην Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης. Η αναγνώριση της αναγκαιότητας σχεδιασμού πολιτικής από το επιστημονικό προσωπικό μιας χώρας αποτυπώνεται στη θέσπιση Εθνικών Φορέων για την Επιλογή, Κατάρτιση και Αξιολόγηση Διοικητικών Στελεχών Εκπαίδευσης. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν εντάξει στον Στρατηγικό Προγραμματισμό για την Εκπαίδευση την υποστήριξη ενός καινοτόμου επιστημονικού Εθνικού Φορέα και την αξιοποίηση του επιστημονικού προσωπικού της χώρας. Ο πολιτικός και εκπαιδευτικός κόσμος στην πλειοψηφία του αναγνώρισε πως ο σχεδιασμός κριτηρίων επιλογής και αξιολόγησης στελεχών όπως και η μελέτη των αναγκών σχολείων με διαφορετική οικολογία, είναι ένα βαθιά επιστημονικό έργο, το οποίο μόνο οι ειδικοί του πεδίου μπορούν να φέρουν με επιτυχία.
Δεδομένης της διεθνούς εμπειρίας και αναγνωρίζοντας την ανάγκη αναβάθμισης της Δημόσιας Εκπαίδευσης της χώρας κρίνεται άμεσης ανάγκης:
- Η σύσταση ενός Εθνικού Επιστημονικού Φορέα για την Επιλογή, Κατάρτιση και Αξιολόγηση όλων των στελεχών Εκπαίδευσης.
- Η αποπολιτικοποίηση των διαδικασιών επιλογής και η ανάθεσή τους σε επιστημονικές επιτροπές καταρτισμένες από ειδικούς στο πεδίο της Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης και Εκπαιδευτικής Ηγεσίας.
- Η υποχρεωτική κατάρτιση όλων των στελεχών εκπαίδευσης και η υπερμοριοδότηση των μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων συναφών με τη θέση.
- Η διαμόρφωση ενός συστήματος αξιολόγησης των στελεχών βασισμένων σε κριτήρια που σκιαγραφούν την ελληνική πραγματικότητα λειτουργίας των Σχολείων και Μεταλυκειακών Οργανισμών Κατάρτισης.
Ας ελπίσουμε πως μετά την επανάσταση της ψηφιοποίησης που έχει συντελεστεί την τελευταία διετία στη χώρα μας, η επόμενη θα είναι αυτή της αποπολιτικοποίησης των διαδικασιών που καθορίζουν την αποτελεσματική λειτουργία των εκπαιδευτικών οργανισμών της χώρας μας.
---
*Η Παπαϊωάννου Μαρία είναι διδάκτορας Εκπαιδευτικής Διοίκησης, Καθηγήτρια – Σύμβουλος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και Μέλος της ΠΡΩ.ΠΑΙ.ΔΕΙ.Α