Ασφαλώς η κατάθεση χαρτών από τους κκ Αναστασιάδη και Ακιντζί χθες στη Γενεύη αποτελεί θετική εξέλιξη, παρόλο που ο πρόεδρος Αναστασιάδης κατέθεσε επιστολή με σχόλια και ενστάσεις για τον τουρκοκυπριακό χάρτη. Στο ερώτημα, πώς ο Κύπριος πρόεδρος είχε έτοιμη την επιστολή, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης, απάντησε: «Ήταν κατά 99,8% προβλέψιμος».
Το εδαφικό και οι χάρτες έχουν μια ιστορία, που πάει πίσω στο 1974 τις πρώτες μέρες μετά τη δεύτερη φάση (Αύγουστος) της τουρκικής εισβολής.
Η πρώτη παρουσίαση πρότασης στο εδαφικό έγινε το 1974. Ο πρώτος χάρτης που παρουσιάσθηκε ήταν από τον Ραούφ Ντεκτάς και ο δεύτερος με τη μορφή εναλλακτικής πρότασης από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Τουράν Γκιουνές, με τους δύο χάρτες να προβλέπουν ποσοστό 34% να παραμένει υπό τη διοίκηση των Τούρκων, που απορρίφθηκαν από ελληνικής πλευράς.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά πρότεινε χάρτες, στις 31 Μαρτίου 1977, με διαπραγματευτή τον Τάσσο Παπαδόπουλο και στις 8 Οκτωβρίου 1980, που προβλεπόταν ποσοστό 80,3% για την ελληνική πλευρά και 19,7% για την τουρκική. Ο πρώτος χάρτης μάλιστα κατατέθηκε καθώς υπήρχε υπόσχεση περί κατάθεσης και από την τουρκική πλευρά. Μία υπόσχεση, την οποία αθέτησαν οι Τούρκοι και δεν προχώρησαν στην κατάθεσή του.
Τον Νοέμβριο του 1978 υποβλήθηκε το Αγγλο-Αμερικανο-Καναδικό Σχέδιο. Το Σχέδιο ήταν συγκροτημένο, ομοσπονδιακό και κάλυπτε τα βασικά συμφέροντα των δύο κοινοτήτων. Οι κάτοικοι των Βαρωσίων θα πήγαιναν στα σπίτια τους με την έναρξη των συνομιλιών και δεν θα έφευγαν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Το Σχέδιο αυτό το δέχτηκε ο ΔΗΣΥ και ήταν σαφές πως θα το δεχόταν και το ΑΚΕΛ, αν δεν το απέρριπτε τότε η Σοβιετική Ένωση, λόγω «ιμπεριαλιστικής» προέλευσης. Ο πρόεδρος Κυπριανού ήταν μεν κάπως αρνητικός, αλλά αν δεν το απέρριπτε το ΑΚΕΛ, με το οποίο είχε στενή συνεργασία, μάλλον θα το δεχόταν. Επίσης, η τουρκική πλευρά, σύμφωνα με τον τότε Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Μάθιου Νίμιτς που χειριζόταν το θέμα, δεν ήταν αρνητική.
Το 1981, παρουσιάστηκαν δύο εναλλακτικοί χάρτες από τον τότε ειδικό απεσταλμένο των Ηνωμένων Εθνών για το κυπριακό, Ούγκο Γκόμπι. Ο πρώτος προέβλεπε 27,4% για τους Τουρκοκύπριους και 72,6% για τους Ελληνοκύπριους. Ο δεύτερος χάρτης 27,2% για την τουρκοκυπριακή περιοχή και 72,7% για την ελληνοκυπριακή περιοχή. Οι Τουρκοκύπριοι αντιπρότειναν χάρτη με ποσοστό 33,4% για τους ιδίους και 66,6% για τους Ελληνοκυπρίους.
Ζήτημα χαρτών τέθηκε και επί γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Μπούτρος Γκάλι, όταν ο ίδιος παρουσίασε χάρτη μαζί με τη «Δέσμη Ιδεών» για τη λύση του Κυπριακού. Σύμφωνα με τον χάρτη, που παρουσίασε ο κ. Γκάλι, πρότεινε το 27,9% ως τουρκοκυπριακή περιοχή και το 72,1% ως ελληνοκυπριακή.
Το 2001, ο τότε πρόεδρος Γλαύκος Κληρίδης, πρότεινε το 24% ως τουρκοκυπριακή περιοχή, ενώ ο Ραούφ Ντεκτάς αντιπρότεινε η τουρκοκυπριακή περιοχή να κατέχει πέραν του 30% του εδάφους. Μάλιστα ο κ. Ντεκτάς επέμενε τότε πως για να συζητήσει το θέμα του εδαφικού θα πρέπει να αναγνωριστεί ξεχωριστή τουρκοκυπριακή «κυριαρχία». Ένα χρόνο αργότερα, ο τότε γγ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν παρουσίασε δύο χάρτες. Ο πρώτος εισηγείτο το 28,5% να αποτελεί την τουρκοκυπριακή πλευρά, 71,5% την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ο δεύτερος χάρτης προνοούσε το 28,6% να ανήκει στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Στους χάρτες Ανάν, δεν συμπεριλαμβάνονταν ο κόλπος της Μόρφου και περιοχές όπως η Κυθρέα, ωστόσο μαρωνίτικα χωριά επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ