Στην επιβολή εμπάργκο στην πώληση γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία επιμένουν οι Πράσινοι της γερμανικής Βουλής, με την ευρωβουλευτή τους Χάνα Νόιμαν να τάσσεται υπέρ της ακυρώσεως των συμφωνιών με την Άγκυρα, καθώς ανησυχεί ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εναντίον της Ελλάδας, αλλά και στην υλοποίηση κυρώσεων εναντίον της χώρας.
Σε συνέντευξή της που παραχώρησε στον ΣΚΑΪ, η Γερμανίδα ευρωβουλευτής διαψεύδει την κυβέρνηση ότι ακύρωση της συμφωνίας δεν είναι νομικά εφικτή επισημαίνοντας ότι «μια αδειοδότηση μπορεί να ανακληθεί όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος η παράδοση να οδηγήσει σε σύγκρουση ή πόλεμο» και τονίζει ότι η μοναδική σκόπελος, η οποία πρέπει να ξεπεράσει η Γερμανία, είναι οι οικονομικές συνέπειες που προβλέπουν οι ρήτρες των συμφωνιών.
Εξηγώντας το θέμα ανάκλησης της αδειοδότησης σημείωσε πως με βάση το άρθρο 7 στο νόμο περί Ελέγχου Πολεμικών Όπλων, μια αδειοδότηση μπορεί να ανακληθεί κάθε στιγμή που ελλοχεύει ο κίνδυνος η παράδοση να οδηγήσει σε σύγκρουση ή πόλεμο και αυτό ισχύει στην περίπτωση στην Τουρκία.
«Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, είναι ότι ένα εμπάργκο σε αυτή την παράδοση θα μπορούσε να έχει μια σειρά οικονομικών συνεπειών για τη γερμανική κυβέρνηση, γιατί η κυβέρνηση αποφάσισε πριν από αρκετά χρόνια με μια συγκεκριμένη ρήτρα. Συνεπώς, αν δεν γίνει αυτή η παράδοση, η κυβέρνηση θα πρέπει να πληρώσει στην κατασκευάστρια εταιρία αποζημίωση. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο και θέλουμε να αλλάξουμε αυτή την πρακτική εδώ και χρόνια, να υπάρχουν, δηλαδή, τέτοιες ρήτρες για εξαγωγές εξοπλισμού», συμπλήρωσε.
Χαρακτήρισε υποκριτική τη στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην Ελλάδα λέγοντας ότι «το βλέπω, επίσης, ως υποκριτικό να παίρνεις το μέρος της Ελλάδας, για παράδειγμα στο πλαίσιο του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, και την ίδια ώρα να εξοπλίσεις την Τουρκία με όπλα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ελλάδας.»
Σε ό,τι αφορά στην αλλαγή της στάσης του Τούρκου προέδρου, η Χάνα Νόιμαν σημειώνει ότι οφείλεται στο ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων και στην αλλαγή κυβέρνησης των ΗΠΑ υπογραμμίζοντας ότι «στην πράξη δεν βλέπουμε καμία μεγάλη αλλαγή, όπως και στις πράξεις του εναντίον της κοινωνίας των πολιτών στην Τουρκία».
«Οι κυρώσεις έπεσαν στο τραπέζι ως μέσο πίεσης. Σε αυτό οφείλεται, κατά ένα μέρος, η αλλαγή στάσης του Ερντογάν, αλλά, επίσης, νομίζω ότι η αλλαγή της κυβέρνησης στις ΗΠΑ έχει συνεισφέρει στο να είναι ο κ. Ερντογάν, τουλάχιστον ως προς τη ρητορική του, κάπως πιο προσεκτικός. Στην πράξη, όμως, δεν βλέπουμε καμία μεγάλη αλλαγή, όπως και στις πράξεις του εναντίον της κοινωνίας των πολιτών στην Τουρκία, εξ ου και θεωρώ σημαντικό η απειλή των κυρώσεων να μείνει στο τραπέζι. Βρίσκω, επίσης, απαραίτητο να υπάρξουν κυρώσεις», επισήμανε.
Τάχθηκε υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία, καθώς «έχουμε κοινά σύνορα, (σ.σ. ως Ευρώπη) είμαστε γείτονες, έχουμε κοινά οικονομικά συμφέροντα, πολλοί Τούρκοι πολίτες ζουν στην Γερμανία και πολλοί Ευρωπαίοι ζουν στην Τουρκία» αλλά όπως τόνισε «ένα εκτεταμένο χέρι, πρέπει να έχει ανταπόκριση. Και, μετά από όσα έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, πρέπει η Τουρκία να κάνει κάποια βήματα προς την Ευρώπη, αλλά και ορισμένα βήματα προς την αντιπολίτευση και την κοινωνία των πολιτών στο εσωτερικό.»